Ημερολογιακό Αρχείο
< January 2016 >
Mon Tue Wed Thu Fri Sat Sun
        1 2 3
4 5 6 7 8 9 10
11 12 13 14 15 16 17
18 19 20 22 23 24
25 26 27 28 29 30 31
Η Χρυσάνθη Κορνηλίου, σκηνοθέτης της παράστασης της παράστασης "Αγνή του Θεού", μιλά de profundis για την παράσταση η οποία παρουσιάζεται στον πολιτιστικό χώρο "διέλευση".
 
ΤοΚ: Γιατί «Αγνή του Θεού» σήμερα; Τι σας τράβηξε στο έργο αυτό;
 
ΧΚ: Η Αγνή του Θεού είναι ένα έργο που θέτει αμείλικτα ερωτήματα. Ερωτήματα που αναγκάζουν να ψάξει κανείς βαθειά μέσα του και να μην επαναπαυθεί στα δεδομένα και όσα ο ίδιος θεωρεί «αυτονόητα». Ερωτήματα που δεν ικανοποιούνται με εύκολες απαντήσεις υπαγορευμένες μέσα από την τρέχουσα εκπαίδευση και την φτωχή πνευματικά εμπειρία. Όταν ο άνθρωπος στριμωχθεί με αυτόν τον τρόπο, έχει την μεγάλη ευκαιρία να δει τον βαθμό της άγνοιάς του και επομένως έχει και την ελπίδα να ξεφύγει από τα όρια και τους περιορισμούς του ήδη «γνωστού».
 
ΤοΚ: Κατά πόσο επηρεαστήκατε από την ταινία του Νόρμαν Τζούισον;
 
ΧΚ: Δεν επηρεάστηκα. Κινήθηκα σε άλλους άξονες που τους βρήκα εξαιρετικά ενδιαφέροντες όπως αυτόν της μάχης μεταξύ πίστης και αμφιβολίας, ορθολογισμού και πνευματικότητας, καθώς και της βαθειάς ανάγκης του ανθρώπου να βρει στηρίγματα στην πίστη του. Ανάγκη που από την μία πλευρά μπορεί να τον οδηγεί στην έρευνα και στην αναζήτηση, αλλά που ενέχει από την άλλη και την επισφάλεια μίας έρευνας και ενός πειραματισμού με λάθος τρόπο και σε λάθος δρόμους. Αυτό συχνά τον αναγκάζει ή να παραιτηθεί απογοητευμένος ή να μάθει με πολύ μεγάλο κόστος και μετά από σκληρές απώλειες.
 
ΤοΚ: Πώς έγινε η επιλογή του καστ;
 
ΧΚ: Δεν έχω την πολυτέλεια να επιλέγω καστ.  Δεν έχω την απαραίτητη υλική στήριξη γι αυτό. Κάποιοι άνθρωποι μπορεί να με εμπιστευτούν και να τους εμπιστευθώ και τότε αρχίζω να εργάζομαι μαζί τους. Αν είμαι τυχερή ώστε να με εμπιστευθούν αρκετά, τότε ο τρόπος δουλειάς μου διευκολύνεται και αυτό θα φανεί στα αποτελέσματα.
 
ΤοΚ: Διαβάζοντας το θεατρικό και πριν αρχίσετε να δίνετε σάρκα και οστά στους ρόλους ποιες ήταν οι πρώτες σας σκέψεις για την Αγνή;
 
ΧΚ: Η Αγνή είναι ένας καταλύτης για την μετακίνηση των δύο γυναικών, της ηγουμένης της μονής και της δικαστικής ψυχιάτρου. Η πρώτη έχει επενδύσει πάνω στο θαύμα. Ένα θαύμα που έχει να κάνει με την κατάλυση της φυσικής νομοτέλειας. Η δεύτερη έχει επενδύσει πάνω στην δύναμη του μυαλού. 
Όταν οι σταθερές τους κλονίζονται καταρρέουν τα ψυχολογικά τους στηρίγματα. Να ένα κορυφαίο ερώτημα που αναδύεται λοιπόν πίσω και μέσα από τις γραμμές του έργου. Πάνω σε τι επενδύει κανείς ώστε να δει όσο γίνεται πιο καθαρά το νόημα της ζωής του; Σε ποια τράπεζα καταθέτει τον θησαυρό των ικανοτήτων του; Φαίνεται πως και οι δύο τράπεζες αυτές ήταν χρεωκοπημένες. Και αυτή η επώδυνη διαπίστωση μόνο μπορεί να γίνει το εφαλτήριο για μία άλλου είδους κινητοποίηση, για ενός άλλου είδους εσωτερικό συναγερμό. Τα ερωτήματα είναι ο ήχος αυτού του συναγερμού. 
Δύο πράγματα μένουν να κάνει κανείς: ή να δραστηριοποιηθεί πνευματικά, δηλαδή να αναγκαστεί να βρει το μηχανισμό της πνευματικής κινητοποίησης ή να κλείσει το κουμπί για να κοιμηθεί ήσυχος. 
Συνήθως τα ερωτήματα δεν ικανοποιούν τον συνήθη άνθρωπο. Ψάχνει κανείς να κρυφτεί γρήγορα πίσω από μία απάντηση για εφησυχασμό. Αυτές οι «απαντήσεις» είναι σαν χαπάκια ύπνου. Δεν αντέχεται η αγρυπνία. Αλλά ξέρετε… «ο νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός…»
 
ΤοΚ: Οφείλω να ομολογήσω ότι παρακολουθώντας την εξαιρετική ερμηνεία της διδος Παπασπύρου μου ήρθε στο νου παρόμοια συμπεριφορά υπαρκτού ατόμου. Ανθρώπου που έχει ανάγκη από προστασία, τρυφερότητα και αγάπη. Εσείς ποιους τομείς της προσωπικότητάς της θέλατε να τονίσετε;
 
ΧΚ: Την Αγνότητα. Αυτό ακριβώς που υποδηλώνει το όνομά της και όχι τυχαία βέβαια. Αυτή την αγνότητα που της επιτίθεται βάρβαρα ο κόσμος με όλων των ειδών τα προσχήματα. Η Αγνή είναι η προσωποποίηση αυτής της αγνότητας που της επιτίθεται ανελέητα η «καλοταξινομημένη κοινωνία», όπως λέει στον επίλογο του έργου η ψυχίατρος, γεγονός που μπορεί πάλι να μεταθέσει την ευθύνη εύκολα και πρόθυμα στον Θεό που το επιτρέπει! Θέλησα λοιπόν να δώσω αυτή την αγνότητα και τις πληγές που της προκαλεί ανελέητα ο κόσμος. Το κάθε κοντόφθαλμο κοίταγμα, η κάθε κοντόφθαλμη πρόταση και πρόφαση, μέχρι που το τραγούδι της να πάψει πια να ηχεί στις καρδιές των ανθρώπων. Τα «δεν ξέρω» της Αγνής βλέπετε, δεν φαντάζουν σαν αξιόπιστη τράπεζα κατάθεσης των ελπίδων όπως το ύπουλο χαμόγελο του «ξέρω» και των στερεότυπων βεβαιοτήτων. Ο ωκεανός του Αγνώστου τρομάζει και τρέχει κανείς μακρυά για να τον αποφύγει. Και ας κραυγάζει η Αγνή: «εκείνο που σας ενδιαφέρει είναι μόνο η αρρώστια. Θέλετε να μου πάρετε το Θεό. Θα έπρεπε να ντρέπεστε».
 
ΤοΚ: Οι άλλοι δύο ρόλοι, της Ηγουμένης και της ψυχιάτρου έχουν ταυτιστεί με δύο ιερά τέρατα της 7ης Τέχνης. Με την Ανν Μπάνκροφτ και την Τζέιν Φόντα. Αυτό δε σας φόβισε καθόλου;
 
ΧΚ: Για ποιο λόγο; Ο κάθε καλλιτέχνης έχει – και έχει το δικαίωμα να έχει – τη δική του δυνατότητα να καταθέσει την πρότασή του. Έχω βαρεθεί να ακούω για ιερά τέρατα. Δεν πιστεύω σε ιερά τέρατα. Πιστεύω μόνο στη δύναμη της δημιουργίας και την ιδιαίτερη προσωπικότητα του κάθε καλλιτέχνη και ανθρώπου που θέλει να εκφράσει το δικό του περιεχόμενο με τον ιδιαίτερο και ανόμοιο τρόπο του. Στον κάθε καλλιτέχνη – ηθοποιό που θέλει να καταθέσει τη δική του εμπειρία από την ανάγνωση και την κατανόηση ενός έργου. 
Αυτή η σύγκριση μας απορροφά συνήθως όλη τη δημιουργική ενέργεια και είναι πολύ κακός σύμβουλος για το «αυθόρμητο» της καλλιτεχνικής δημιουργίας και τη γνησιότητα της πεοσπάθειας και του αποτελέσματος. Ο καλλιτέχνης οφείλει να βλέπει τον δικό του στόχο και αν θέλει να δει και κάτι άλλο σε προηγούμενες προσπάθειες, είναι καλό να αφεθεί στο να τις χαρεί απροκατάληπτα. Αλλά προς Θεού, γιατί να κάνει συγκρίσεις; Με ποιο κίνητρο; Η έμπνευση του κάθε καλλιτέχνη είναι μοναδική. Γιατί να ζηλεύει ένα ξένο ρούχο όταν μπορεί να φτιάξει το δικό του;
 
ΤοΚ: Κατά τη διάρκεια του έργου γινόμαστε κοινωνοί καταστάσεων οι οποίες αλλάζουν άρδην τους χαρακτήρες μέσω μιας κλιμάκωσης γεμάτης μαεστρία. Πόσο δύσκολο είναι για το σκηνοθέτη αλλά και για τον ηθοποιό να την ακολουθήσει δημιουργικά και χωρίς να προδώσει τον συγγραφέα;
 
ΧΚ: Η ψυχή του συγγραφέα είναι μέσα σε αυτήν τη γεμάτη μαεστρία κλιμάκωση. Δεν είναι κάτι ξέχωρο ή κάπου έξω απ’ αυτήν. Επομένως ακριβώς ακολουθώντας πιστά την δραματουργική δομή έχεις τις περισσότερες ελπίδες να δικαιώσεις αυτό που εδράζεται στην ψυχή του.  
Αυτή η δομή είναι θα έλεγα το σώμα του νοήματος, όπως το σώμα ενός ανθρώπου είναι ο καθρέφτης της ψυχής του. Δεν υπάρχει επομένως διάζευγμα. Αν δει κανείς διάζευγμα θα πρέπει να αναρωτηθεί για τον τρόπο ανάγνωσής του.
 
ΤοΚ: Ποια η γνώμη σας για τη σύγκρουση των δύο «εξουσιών» στο έργο έχοντας ως αφετηρία το ίδιο το έργο και το επέκεινά του στην πραγματική ζωή;
 
ΧΚ: Οι δύο αυτές εξουσίες, όπως και όλες οι εξουσίες, αλληλοσπαράσσονται, αλλά η σύγκρουση αυτή είναι σύγκρουση που αφορά τα όρια της δικαιοδοσίας τους και όχι σύγκρουση ουσίας. Στην πραγματικότητα η δομή τους έχει την ίδια ποιότητα. Είναι ιδεολογήματα, απόψεις που διεκδικούν την παντοδυναμία και την μοναδική πρόσβαση στην αλήθεια. Αλλά η πρόσβαση στην αλήθεια δεν είναι οικόπεδο για τέτοιου είδους κατακτητές. Δεν είναι καν οικόπεδο. Με τέτοιου είδους εξοπλισμό δεν μπορεί κανείς όχι μόνο να δει, αλλά ούτε καν να κοιτάξει! Είναι πολύ βαρύς. Η πύλη για το επέκεινα έχει φραγή.
Οι δύο αυτές γυναίκες – εξουσίες διεκδικούν την Αγνή – αγνότητα. Αλλά την έχουν ήδη προδώσει. Μετά την κατάρρευσή τους έχουν μόνο την ελπίδα να θυμούνται κάτι από το τραγούδι της και ίσως αυτή η μακρινή ανάμνηση – λέμε ίσως – να συντελέσει σαν το θαύμα μίας μεταστοιχείωσής τους. Ένα θαύμα εντεταγμένο μέσα στη νομοτέλεια της σοφίας της ζωής και όχι έξω από αυτή. Γιατί η ίδια η νομοτέλεια και η γνωστή και η άγνωστη, είναι το θαύμα που αιωρείται διαρκώς επάνω μας, αν και είναι αυτό που λιγότερο αντιλαμβάνεται και εκτιμά ο άνθρωπος, αυτό που λίγότερο γνωρίζει και που ακόμα λιγότερο θαυμάζει. Αλλά μέσα στη στενωπό των αναζητήσεών του παραμένει σαν άστρο που γνέφει συνέχεια για να διαμηνύσει κάτι, σαν άστρο που φωτίζει το δρόμο της γνήσιας αναζήτησης καθώς και την ελπίδα ότι ίσως αυτό το νόημα που ψάχνει κανείς να βρει μέσα από τους νοητικούς του δαιδάλους να είναι πιο κοντά από ό,τι φαντάζεται.