Ημερολογιακό Αρχείο
< October 2012 >
Mon Tue Wed Thu Fri Sat Sun
1 2 4 5 6 7
8 9 10 11 12 13 14
15 16 17 18 19 20 21
22 23 24 25 26 27 28
29 30 31        
«ΤΕΛΙΚΟΣ ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ»
ΕλληνοΚΕΝΤΡΙκά

της ΝΟΡΑΣ ΡΑΛΛΗ

Πάντα πίστευα πως είναι καλό όταν ταξιδεύεις να κάθεσαι κοντά σε κάποιον που ξέρει καλά τι θέλει και πού πάει. Με λίγα λόγια, που ξέρει κάτι παραπάνω από σένα στο θέμα «τελικός προορισμός».

Η θεωρία μου αυτή αποδείχθηκε απόλυτα σωστή, όταν η μοίρα και το Σύμπαν με έριξαν στο διπλανό κάθισμα ενός νεαρού που απέναντί του κάθονταν μία κυρία μιας ορισμένης ηλικίας, ενός ορισμένου μεγέθους, μιας ορισμένης αισθητικής και μιας πλήρους καθορισμένης νοοτροπίας. Με λίγα λόγια, αν κατέβαινε στις εκλογές θα ήταν το μόνο κόμμα με σαφώς καθορισμένο προγραμματικό πλαίσιο. Και με μεγάλο εύρος… περιφέρειας! Είναι αυτό που λέμε, η κυρία της περιφερείας και ουχί  η περιφέρεια της κυρίας... (Περιττό να πω πως η όλη ιστορία διαδραματίζεται στο βαγόνι ενός τραίνου – όπως όλες οι μεγάλες τραγωδίες των τελευταίων προϋπολογισμών της χώρας.)

«Μπορείς αγόρι μου να μου ανεβάσεις τις τσάντες;», ρωτάει η κυρία της περιφερείας κα συνέχισε: «Όταν ήμουν και γω είκοσι χρονών, τον κόσμο κυβερνούσα!»… (ιδού οι προαναφερθείσες κομματικές καταβολές, σκέφτηκα εγώ). «Ό, τι ήθελες έκανα. Δυο δυο τις σήκωνα τις τσάντες, γεμάτες ρούχα, προικιά, κοσμήματα. Ήμουν βλέπεις και κοκέτα. Είχαμε όμως και τον τρόπο μας. Ο πατέρας βλέπεις ήταν στην Κατοχή αντάρτης από τους λίγους. Όπου τον καλούσαν έτρεχε να βοηθήσει – λάδι, σιτάρι, αλεύρι, αβγά… ό, τι είχε το δινε. Οι άπληστοι, τον έλεγαν μαυραγορίτη! Δεν ήξεραν οι αμόρφωτοι. Πού να καταλάβουν πως αν ο πατέρας έκανε παρέα με τους Γερμανούς, για να βοηθήσει τους Έλληνες το έκανε… Τι τα θες, τι τα γυρεύεις; Και σήμερα τα ίδια δεν του κάνουν;»

«Ποιανού καλέ; Του πατέρα σας;», πετάγομαι εγώ.

«Όχι βέβαια. Στον Αντώνη αναφέρομαι και τον άλλο το δόλιο τον Ευάγγελο. Που προσπαθούν να τα βρουν με τους Γερμανούς και ο λαός – για μία ακόμη φορά – δεν καταλαβαίνει πως για τους Έλληνες δουλεύουν! Ο πατέρας πέθανε λίγο μετά που ήρθε ο Καραμανλής το ’74.

Περίμενε περίμενε, πόσο να αντέξει ο δόλιος;»

«Τι περίμενε; Τον Καραμανλή;», ξαναλέω εγώ.

«Όχι καλέ, το Βασιλιά!... Τι ωραίο παλικάρι. Αλλά η καλύτερη ήταν η μάνα του. Φρειδερίκη με τα όλα της. Όχι σαν τις σημερινές. Τι να φτουρίσει η Μαργαρίτα μπροστά της! Την έβλεπες και ταξίδευες…»

«… Κατευθείαν για τη Μακρόνησο φαντάζομαι», τολμάω να ψελλίσω.

Και τότε, ποιος είδε τη Φρειδερίκη με περιφέρεια Ευάγγελου και φωνή Αντώνη και δεν τη φοβήθηκε: «Άκουσε να σου πω κοπέλα μου! Τα κουμουνιστικά που αποτύχανε στους Ρώσους δεν θα μας τα φέρετε τώρα εδώ. Δε φτάνει που σας ταΐζαμε στην Κατοχή, σας προσέχαμε στον Εμφύλιο (τα μάτια μας δεν παίρναμε από πάνω σας), σας καλοπιάναμε στην Επανάσταση των Συνταγματαρχών (μέχρι και στη Γαλλία σας αφήναμε να πάτε), και σήμερα σας έχουμε φέρει τα καλύτερα παιδιά από την Ευρώπη να σας οργανώσουν, μιλάτε κι από πάνω! Αχ, καλά τα έλεγε εκείνος: «Άδειασε η μπιζουτιέρα!»…»

«Ποιος καλέ; Ο Βασιλιάς;»

«Όχι, μικρή ανίδεη… ο Νταλάρας.»


«Τελείται μνημόσυνο διαρκείας…»
ΕλληνοΚΕΝΤΡΙκά

της ΝΟΡΑΣ ΡΑΛΛΗ

Στο σημείο που τη θάψαμε, κάποιες φορές το χρόνο μπορεί να ξαναμαζευτούμε μαζί με άλλους συγγενείς και φίλους για να τη θυμηθούμε και πάλι. Μπορεί, δεν είναι και απαραίτητο. Μπορεί, αν ακόμα το θέλουμε. Τελοσπάντων, μπορεί ξεμπορεί, αυτό ονομάζεται μνημόσυνο. Εκεί είναι συνήθως και ένας παπάς που λέει μια προσευχή για τον αγαπημένο μας. Βέβαια, εκτός από την κηδεία, το μνημόσυνο ή την επίσκεψη στο νεκροταφείο, υπάρχουν πολλοί ακόμα τρόποι με τους οποίους μπορούμε να θυμόμαστε την συχωρεμένη... Για παράδειγμα, μπορούμε να οργανώσουμε μια εκδρομή στο αγαπημένο της μέρος, τη Βουλή, και να λέμε ιστορίες απ’ τη ζωή της… Και τι ζωή! Βίος και πολιτεία!

Ακόμα θυμάμαι την ανακοίνωση (χρυσό την πληρώναμε για χρόνια στα ΜΜΕ – επικοινωνιακή πολιτική το έλεγαν κάποιοι, εμείς όμως ξέρουμε πόσα ευρώ μας στοίχισε η κηδεία!):

«Σήμερα πενθούμε το θάνατο μιας αγαπημένης παλιάς φίλης. Της Κοινής Λογικής. Αν και μας συντρόφευε για πολλά χρόνια, κανείς δεν γνωρίζει με βεβαιότητα την ηλικία της. Βλέπετε, το μητρώο γέννησής της έχει χαθεί εδώ και πολύ καιρό σε γραφειοκρατικές διατυπώσεις. Ωστόσο, θα τη θυμόμαστε πάντα ως κάποια που μας δίδαξε πολύτιμα μαθήματα όπως «Η ζωή δεν είναι πάντα δίκαιη» και «Ίσως φταίω κι εγώ» (λέμε τώρα).

Η Κοινή Λογική έζησε σύμφωνα με απλές, συνετές οικονομικές πολιτικές, όπως οι σημερινές. Δηλαδή, ενάρετες! Και πάντα ακολουθούσε  αξιόπιστες στρατηγικές, όπως: Μην ξοδεύετε περισσότερα απ’ αυτά που κερδίζετε (όσο για το πόσα θα κερδίζετε, αφήστε το σε μας!).

Η υγεία της άρχισε να επιδεινώνεται όταν τέθηκαν σε ισχύ αυταρχικοί, ωστόσο καλοπροαίρετοι και απαραίτητοι κανονισμοί. Όχι κάτι το σημαντικό: Αναφορές για ένα 6χρονο αγόρι που κατηγορήθηκε για σεξουαλική παρενόχληση επειδή φίλησε μια συμμαθήτριά του, για εφήβους που αποβλήθηκαν από το σχολείο επειδή διάβαζαν εξωσχολικά βιβλία – μη εγκεκριμένα από το κράτος - και για διαδηλωτές που έφαγαν της χρονιάς τους, επειδή ήταν σκεπτόμενοι άνθρωποι.

Η Κοινή Λογική έχασε έδαφος όταν γονείς επιτέθηκαν σε δασκάλους επειδή έκαναν τη δουλειά που οι ίδιοι δεν είχαν καταφέρει να κάνουν αναφορικά με την πειθάρχηση των παιδιών τους και όταν δάσκαλοι επιτέθηκαν σε παιδιά, που δεν ένιωσαν ποτέ ουσιαστική αποδοχή από τους γονείς τους. Η υγεία της επιδεινώθηκε ακόμη περισσότερο όταν οι εκκλησίες έγιναν επιχειρήσεις και οι εγκληματίες τύγχαναν καλύτερης μεταχείρισης από τα θύματά τους.

Πριν από το θάνατο της Κοινής Λογικής είχε προηγηθεί ο θάνατος των γονιών της, της Αλήθειας και του Θάρρους, της συζύγου Σύνεσης και των παιδιών της Ευθύνης και Ευγένειας. Έχουν επιζήσει τα 4 ετεροθαλή αδέλφια της.

Ευχαριστούμε όσους παρευρέθησαν στην κηδεία, αν και δεν ήταν πολλοί, καθώς ελάχιστοι συνειδητοποίησαν ότι απεβίωσε. Αν τη θυμάστε ακόμα, καλά να πάθετε. Αν όχι, συνταχθείτε με την πλειοψηφία και μην κάνετε τίποτα»

Υπογραφή: Οι κυβερνήσεις μετά τη μεταπολίτευση.


Σιωπηλό σπίτι/ Silent House
Κινηματογράφος

Σκηνοθεσία: Chris Kentis, Laura Lau, Σενάριο: , Φωτογραφία: , Μουσική: , Πρωταγωνιστούν: Elisabeth Olsen, Adam Trese Eric Sheffer, Διάρκεια: 86', Διανομή: Senen Films

Η Σάρα με τον πατέρα της επισκέπτονται το παραλίμνιο εξοχικό τους ώστε να το επισκευάσουν, μιας και πρόκειται να πωληθεί. Μαζί τους θα είναι και ο θείος της Σάρα για να βοηθήσει και αυτός στις εργασίες. Καθώς το σπίτι δεν έχει ηλεκτρικό ρεύμα, ο θείος φεύγει σε αναζήτηση ηλεκτρολόγου, ενώ η Σάρα ακούει διάφορους παράξενους ήχους που την κάνουν να πιστεύει ότι δεν είναι μόνοι τους μέσα στο σπίτι. Σύντομα, τόσο αυτή όσο και ο πατέρας της δέχονται απροσδιόριστες επιθέσεις, ενώ η Σάρα είναι ανήμπορη να ξεφύγει από το κλειδαμπαρωμένο σπίτι. Καθώς η μάχη για την ζωή τους μαίνεται, η λύση του μυστηρίου υπερβαίνει την κοινή λογική.

Η ιδιαιτερότητα της ταινίας έγκειται σε δύο λόγους: Πρώτον, η ταινία εξελίσσεται σε πραγματικό χρόνο και δεύτερον,  όλη η ταινία είναι γυρισμένη με την τεχνική του μονού πλάνου. Δύο περιπτώσεις στην ιστορία του κινηματογράφου έχουν γίνει διάσημες γι’ αυτό το χαρακτηριστικό: «Το Σχοινί» του Αλφρεντ Χίτσκοκ και η «Ρώσικη Κιβωτός» του Αλεξάντερ Σοκούροφ. Το ότι οι δύο παραπάνω ταινίες αποτέλεσαν αριστουργήματα, δεν εξασφαλίζει σε καμία περίπτωση όμως ότι η επανάληψη της συνταγής θα έχει επιτυχία. Στο δια ταύτα, η πρωταγωνίστρια του θρίλερ –της οποίας η ευστροφία είναι ως συνήθως υπό αίρεση- κάνει γύρες μέσα στο σπίτι για να βρει μια τρύπα να διαφύγει για τη μισή διάρκεια τουλάχιστον της ταινίας μέχρις ότου να κάνει την εμφάνισή της η λύση του μυστηρίου, η οποία είναι ως γνωστόν τραβηγμένη από τα μαλλιά.

Σύμφωνα με στοιχεία της Wikipedia, το μπάτζετ της ανεξάρτητης αυτής ταινίας ανέρχεται στο πενιχρό ποσό των 2 εκατομμυρίων, ενώ τα έσοδά της στα 13 εκατομμύρια. Είναι σίγουρα εμπαθές μια κριτική να προτρέπει τους αναγνώστες της να μη δουν μια ταινία, είναι όμως και άδικο τέτοιες αρπαχτές να αποφέρουν εκατομμύρια, την στιγμή που εξαιρετικά ποιοτικές ταινίες παλεύουν για να μείνουν λίγες εβδομάδες παραπάνω στις αίθουσες. 

Π. Ταγκ.


Φθινόπωρο/ Sonbahar
Κινηματογράφος

Σκηνοθεσία: Ozcan Alper, Σενάριο: Ozcan Alper, Φωτογραφία: Feza Kaldiran,  Πρωταγωνιστούν: Onur Saylak, Megi Kobaladze, Serkan Keskin, Διάρκεια: 99', Διανομή: New Star

Ο Γιουσούφ αποφυλακίζεται για λόγους υγείας μετά από 10 χρόνια φυλακής ως πολιτικός κρατούμενος, καθώς όταν ήταν φοιτητής είχε συμμετάσχει σε ταραχώδεις αντικυβερνητικές διαδηλώσεις. Μετά την αποφυλάκισή του, αποφασίζει να επιστρέψει στο χωριό του στη Μαύρη Θάλασσα. Εκεί, θα συναντήσει την γερασμένη μητέρα του, καθώς η αδελφή του παντρεμένη πια έχει μετακομίσει στην πόλη και ο πατέρας του έχει πεθάνει. Η καθημερινότητα στο χωριό σκληρή και μέσα στην φτώχεια.Μόνος φίλος του από τα παλιά είναι ο Μιχαήλ που εργάζεται εκεί ως τεχνίτης. Καθώς οι μέρες περνούν και ο Γιουσούφ προσαρμόζεται στη νέα ζωή του θα γνωρίσει την ΄Εκα, μια Γεωργιανή που έχει περάσει τα σύνορα για να συντηρήσει τη μητέρα και τη μικρή κόρη της από την πορνεία. Δυο ψυχές που έχουν βιώσει στο πετσί τους την αδικία και τη μοναξιά, θα καταβάλλουν μια προσπάθεια κόντρα στο πείσμα των καιρών να αδράξουν την ζωή.

Το «Φθινόπωρο» είναι ακόμη μία ταινία που καταδεικνύει την ιδιαίτερη δυναμική του τουρκικού κινηματογράφου και αν αναλογιστούμε το έργο των συγχρόνων Νούρι Μπίλτζε Τζεϋλάν και Σεμίχ Καπλάνογλου, δεν θα ήταν υπερβολή να μιλάμε για μια εξέχουσα σχολή σύγχρονου κινηματογράφου. ΄Ενας κινηματογράφος, στο επίκεντρο του οποίου βρίσκεται η λιτότητα των μέσων, της δράσης και των διαλόγων. ΄Ενας κινηματογράφος τα χνώτα του οποίου αγγίζουν την σκληρή καθημερινότητα, τις δύσκολες συνθήκες διαβίωσης και την ανθρώπινη αρετή που αντιστέκεται σθεναρά. Το «Φθινόπωρο» με βαθύ, πολιτικό στοχασμό χρησιμοποιεί με εξαιρετικά αλληγορικό τρόπο την φύση για να περιγράψει την ζωή. Το φθινόπωρο δεν κατατρέχει μόνο τα θαλάσσια κύματα, «φθινόπωρο» επικρατεί και για τον ιδεολόγο Γιουσούφ που αναρωτιέται αν αυτά τα δέκα χρόνια της φυλάκισής του ήταν «για ένα πουκάμισο αδειανό…». «Φθινόπωρο» και στον έρωτα μεταξύ του Γιουσούφ και της ΄Εκα, που μάχονται απέναντι στην σκληρή πραγματικότητα.

Μια ταινία που με τη μεστότητα, τα ποιητικά της πλάνα και την σχεδόν λαογραφική ματιά της στην ζωή του τούρκικου ορεινού χωριού, ταλαντεύεται ανάμεσα στο ακριβό αντίτιμο του πραγματικού αγώνα και στις «πιο όμορφες μέρες μας που δεν ζήσαμε ακόμα» όπως έγραψε και ο αγωνιστής Ναζίμ Χικμέτ. 

Π. Ταγκ.