Ημερολογιακό Αρχείο
< January 2013 >
Mon Tue Wed Thu Fri Sat Sun
  1 2 3 4 5 6
7 8 9 10 11 12 13
14 15 16 17 18 19 20
21 22 23 24 25 26 27
28 29 30 31      

Tuesday, 22 January 2013

Επιχείρηση: Αργώ/ Argo
Κινηματογράφος

του Παναγιώτη Ταγκαλάκη

Σκηνοθεσία: Ben Affelck, Σενάριο: Chris Terrio, Joshuah Bearman, Φωτογραφία: Rodrigo Prieto, Μουσική: Alexandre Desplat, Πρωταγωνιστούν: Ben Affleck Bryan Cranston, John Goodman, Διάρκεια: 120' ,  Διανομή:


Τεχεράνη, 1979. Οι επαναστατημένοι Ιρανοί εισβάλλουν στην Αμερικάνικη πρεσβεία με συνέπεια την ομηρία αρκετών Αμερικάνων. Έξι μόνο από αυτούς καταφέρνουν να διαφύγουν στην επίσημη κατοικία του Καναδού Πρέσβη και η CIA αναλαμβάνει το σχέδιο διαφυγής τους. Ο Τόνι Μέντες, ειδικός σε τέτοια θέματα, θα σκαρφιστεί ένα αμφιλεγόμενο σχέδιο: Να στήσει την παραγωγή μιας ταινίας που θα γυριστεί στο Ιράν, και έχοντας στο υποτιθέμενο συνεργείο τους έξι Αμερικάνους, να τους φυγαδεύσει. Προκειμένου να υλοποιήσει το συγκεκριμένο σχέδιο, θα απευθυνθεί στους κατάλληλους ανθρώπους της αμερικάνικης κινηματογραφίας και θα ταξιδέψει αποφασισμένος στο Ιράν. Εκεί, θα έχει να αντιμετωπίσει τόσο τις εγχώριες δυνάμεις ασφάλειας που αναζητούν τους έξι Αμερικάνους, καθώς επίσης και την αμφιβολία των φυγάδων και της υπηρεσίας του.

Η τρίτη ταινία του Μπεν Άφλεκ καταδεικνύει το ταλέντο του αμερικάνου ηθοποιού στο πόστο του σκηνοθέτη. Το Argo έχει δύο πυρήνες δράσης: Πρώτον, την προσπάθεια του Τόνι Μέντες στις Η.Π.Α. να στήσει το φιλόδοξο σχέδιό του, απευθυνόμενος σε πεπειραμένους παράγοντες του Hollywood. Δεύτερον, το χρονικό της εφαρμογής του σχεδίου στο Ιράν που θα προσκρούσει σε συμπληγάδες. Η ταινία σατιρίζει με εξαίσιο τρόπο στο πρώτο μέρος της τον παραλογισμό του Hollywood και τα τεκταινόμενα της αμερικάνικης κινηματογραφίας, «δίνοντας» εξόχως αστείους και καυστικούς διαλόγους. Στο δεύτερο μέρος, έχουμε μια εξαιρετικά κινηματογραφημένη δράση και σασπένς που κόβει την ανάσα μέχρι και την τελευταία στιγμή. Η μεγάλη αρετή στην ταινία του Μπεν Άφλεκ  είναι ότι επιτυγχάνει να σε βάλει στην θέση των χαρακτήρων και, επομένως, να σου προκαλέσει ταχυπαλμία. Το πλέον θετικό, όμως, στη «ματιά» του Μπεν Άφλεκ είναι πως φαίνεται πολύ ισορροπημένη και καθαρή. Παρουσιάζει τα γεγονότα δίχως να προπαγανδίζει πολιτικά, στοχεύοντας να καλλιεργήσει το υπόβαθρο των χαρακτήρων και να δώσει βάθος σε αυτό που κάνει.

Το Argo είναι μια ταινία απολαυστική στην θέασή της καθ’ όλη τη διάρκειά της. Ο Μπεν Άφλεκ δείχνει ότι μπορεί να χειρίζεται υποδειγματικά τα κινηματογραφικά μέσα, δομώντας μια πολύ σφιχτή αφήγηση και δημιουργεί αξιώσεις για την καριέρα του ως σκηνοθέτη.


Ο άνθρωπος που γελά/ L' homme qui rit
Κινηματογράφος

του Παναγιώτη Ταγκαλάκη

Σκηνοθεσία: Jean Pierre Ameris, Σενάριο: Jean Pierre Ameris, Φωτογραφία: Gerard Simon, Μουσική: Stephane Moucha, Πρωταγωνιστούν: Gerard Depardieu, Marc Andre Grodin, Emmanuelle Seigner,  Διάρκεια: 95', Διανομή:


Κατά τη διάρκεια ενός δριμύ χειμώνα, ο σαλτιμπάγκος Ουρσούς, βάζει στην τρώγλη του δύο ορφανά για να μην πεθάνουν από το κρύο: τον Γκουινπλέν, ένα μικρό αγόρι στο πρόσωπο του οποίου είναι χαραγμένο ένα στίγμα που του προσδίδει ένα μόνιμο «χαμόγελο» και την Ντεά, ένα τυφλό κοριτσάκι. Μερικά χρόνια αργότερα, οι τρεις τους παίρνουν τους δρόμους και διοργανώνουν θεάματα, με τον Γκουινπλέν να κλέβει την προσοχή. Το έφηβο, πλέον, αγόρι ενθουσιάζει τα πλήθη και του ανοίγει διάπλατα την πόρτα της επιτυχίας. Μόνο που η δόξα του τον απομακρύνει από τα μοναδικά άτομα στον κόσμο που τον αγάπησαν πραγματικά: τον Ουρσούς και την Ντεά.

Η ταινία του Ζαν Πιέρ Αμερίς επιχειρεί να παραμείνει πιστό στην ατμόσφαιρα του Βίκτορος Ουγκώ και σε μεγάλο βαθμό το επιτυγχάνει. Η φωτογραφία, τα χρώματα της ταινίας και οι επιλεγμένοι χώροι μας εντάσσουν ευθύς εξαρχής στο ιδιαίτερο σύμπαν του σπουδαίου Γάλλου συγγραφέα:  Στον κόσμο των φτωχών και των κατατρεγμένων, όπου η δυστυχία είναι καθημερινότητα. Σε κάποια στιγμή της ταινίας ο Γκουινπλέν απευθύνεται στον Ουρσούς, ρωτώντας τον αν ένιωθε ευτυχισμένος με την συντροφιά τους. Και η απάντησή του ήταν: «Ποτέ μου δεν έχω νιώσει ευτυχισμένος.» Ο Ουγκώ μέσα από το παραμυθιακό του ύφος, καταδεικνύει την καταδίκη των κατώτερων τάξεων της εποχής του, δίχως να παραλείψει να καυτηριάσει την εθελοτυφλία και την υποκρισία  των αριστοκρατών. Συνάμα, όπως και με τον Γιάννη Αγιάννη, ο κεντρικός ήρωας θα έχει την ευκαιρία να αναρριχηθεί ανάμεσα στους δύο κόσμους και να προσπαθήσει να μεταβάλλει τις ισορροπίες.

Στον αντίποδα, μπορεί η ταινία να  αφιερώνεται στο να αποδώσει πιστά την γραφή του Ουγκώ, αποτυγχάνει όμως στο να αποκτήσει δικό της ύφος, ρυθμό και υπόσταση. Συνέπεια: εν τη εξελίξει της, φαίνεται να κυλά αργά, παγιδευμένη ίσως στην ακαδημαϊκή της σκηνοθεσία και να στηρίζεται εν πολλοίς στον γερόλυκο Ντεπαρντιέ, δίχως να βλέπουμε κάτι αξιόλογο ερμηνευτικά από τους άλλους δύο πρωταγωνιστές της ταινίας.

Κλείνοντας, με εξαίρεση την παρουσία του Ζεράρ Ντιεπαρντιέ και την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα, «ο Άνθρωπος που γελά» είναι μια ταινία που πιθανώς να περάσει απαρατήρητη, ιδίως αν αναλογιστούμε ότι δεν είναι η πρώτη φορά που το εν λόγω μυθιστόρημα του Ουγκώ μεταφέρεται στη μεγάλη οθόνη, με ξεχωριστή την εξπρεσιονιστική εκδοχή του Πάουλ Λένι.


The impossible
Κινηματογράφος

του Παναγιώτη Ταγκαλάκη

Σκηνοθεσία: Juan Antonio Bayona, Σενάριο: Sergio Sanchez, Maria Belon, Φωτογραφία: Oscar Faura, Μουσική: Fernando Velasquez, Πρωταγωνιστούν: Naomi Watts, Ewan McGregor, Tom Holland, Διάρκεια: 114', Διανομή: Village



Ο Χένρι, στέλεχος εταιρείας στην Ιαπωνία και η Μαρία, γιατρός που δεν ασκεί το επάγγελμά της προκειμένου να μεγαλώσει τα τρία τους παιδιά, Λούκας, Τόμας και Σιμόν, αποφασίζουν να περάσουν τις διακοπές των Χριστουγέννων σε ένα ειδυλλιακό θέρετρο της Ταϊλάνδης. Το πρωί της 26ης Δεκεμβρίου του 2006 τους βρίσκει να χαλαρώνουν στην πισίνα του πολυτελούς τους ξενοδοχείου, ώσπου βλέπουν με τα μάτια τους την συνταρακτικότερη φυσική καταστροφή της εποχής μας. Το τσουνάμι καταστρέφει ότι συναντήσει στο διάβα του, και η πενταμελής οικογένεια καλείται να επιβιώσει ανάμεσα στα ερείπια. Είναι, όμως, χωρισμένη στα δύο. Ο Χένρι με τον Σιμόν και τον  Τόμας αναζητούν τα άλλα δύο μέλη της οικογένειας, ενώ η Μαρία τραυματισμένη τριγυρνά απελπισμένα με το μεγάλο της γιο, Λούκας.

Η νέα ταινία του Χουάν Αντόνιο Μπαγιόνα αφηγείται την αληθινή ιστορία μιας ισπανικής οικογένειας που έζησε την κόλαση αυτής της πρωτοφανούς φυσικής καταστροφής. Επειδή, λοιπόν, η ταινία βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα, που μάλιστα είναι ακόμα νωπά στη μνήμη των περισσοτέρων, θα μπορούσε να αναγνωσθεί και ως μια ταινία μυθοπλασίας, με ντοκιμαντερίστικη ματιά, παρόλα αυτά. Πράγματι, σε τεχνικό επίπεδο, η ταινία είναι αρτιότατη. Οι εικόνες της φρίκης αποδίδονται στο ακέραιο και ο ανθρώπινος πόνος και οδυρμός σοκάρει και σε μερικά σημεία αποστρέφει τον θεατή. Επομένως, σε πρώτο επίπεδο, στα θετικά της ταινίας καταλογίζεται ότι επιτυγχάνει να κεντρίσει το ενδιαφέρον του θεατή και να περιγράψει το χρονικό μιας πρόσφατης τραγωδίας.

Ας περάσουμε, τώρα, στην αφήγηση και τους χαρακτήρες της ταινίας. Έχουμε να σημειώσουμε ότι η ανάπτυξη και η περιγραφή των μεταξύ των μελών της οικογενείας σχέσεων είναι τουλάχιστον προσχηματική. Η εισαγωγική σεκάνς της ταινίας μας δείχνει την οικογένεια στο αεροπλάνο που τραντάζεται από κενά αέρος εν είδει προοικονομίας. Κατόπιν, ο Χένρι περιγράφει κάποιες ανησυχίες του για την τρέχουσα δουλειά του και ο φακός αναλώνεται σε κάποιες τυπικές, χαρούμενες, οικογενειακές στιγμές. Αυτά μέχρι να φτάσουμε στο κρίσιμο σημείο της αφήγησης.

Εν κατακλείδι, αποκτούμε την εντύπωση ότι η ταινία πιο πολύ παίρνει ως αφορμή την ιστορία της οικογένειας για να περιγράψει τα όσα συνέβησαν γενικά, κάνοντάς το φυσικά με ένα εξαιρετικό οπτικό αποτέλεσμα, και λιγότερο χρησιμοποιεί το πλαίσιο της ιστορίας για να «φωτίσει» τις συγκρούσεις  μεταξύ των χαρακτήρων.



Monday, 21 January 2013

Συνέντευξη της Χριστίνας Αυγερινού στη Βάσω Παπαδοπούλου
Βιβλίο

ΤοΚ: Το θέμα του βιβλίου σας είναι ο Έρωτας, ποιο είδος έρωτα όμως;

ΧΑ: Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για τον πρώτο ή εφηβικό έρωτα της ηρωίδας, ακόμη και για έναν ανεκπλήρωτο, άδοξο ή και μοιραίο έρωτα, καθώς, στα πλαίσια της ιστορίας, προβάλλονται σποραδικά διάφορα στοιχεία που κρίνονται ταιριαστά σε καθεμία απ’ τις παραπάνω περιπτώσεις. Ωστόσο, προσωπικά, δεν θα ήθελα να προβώ στην απόδοση οποιουδήποτε τέτοιου χαρακτηρισμού για πολύ συγκεκριμένους «ιδεολογικούς» και συναισθηματικούς λόγους.
Ξέρετε, η έννοια του Έρωτα, για μένα, ακολουθεί σε μεγάλο βαθμό τα αρχαιοελληνικά πρότυπα, όπως αυτά συμπυκνώνονται ιδανικά στο ευρέως γνωστό «έρως ανίκατε μάχαν…». Η ουσία του Έρωτα, λοιπόν, είναι μία, καθαρή κι απόλυτη, κι αυτήν ακριβώς βίωσαν οι χαρακτήρες του «Στο γέλιο της καταιγίδας». Γνωρίστηκαν τυχαία, ερωτεύτηκαν παράφορα και τόλμησαν να το ζήσουν, αίροντας τις αρχικές αναστολές και παραγνωρίζοντας τα όποια εμπόδια. Ας μην ξεχνάμε, εξάλλου, πως η Αλίκη είναι ανήλικη καθ’ όλη τη διάρκεια της σχέσης τους, ενώ η διαφορά ηλικίας των δύο δεν θεωρείται στο ελάχιστο κοινωνικά αμελητέα. Παρ’ όλα αυτά, τίποτα δεν στάθηκε ικανό να τους φράξει το δρόμο της ευτυχίας και να μοιραστούν στιγμές μοναδικές, ανεξάρτητα απ’ το τέλος που έγραψαν ηθελημένα ή μη στην πρώτη φάση της ιστορίας τους.
Θα ένιωθα αμήχανα, επομένως, αν έπρεπε να αποστασιοποιηθώ απ’ αυτή τη σχέση, που η ίδια γέννησα, και να εξετάσω ως εξωτερικός παρατηρητής τα συναισθήματα των ηρώων, στο πλάι των οποίων γέλασα και έκλαψα, πένθησα και χάρηκα, εντάσσοντας τον έρωτά τους σε κάποιο ορισμένο «είδος». Διαβάζοντας κάποιος το βιβλίο, πιστεύω, θα μπορέσει να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα!

ΤοΚ: Η ηρωίδα σας, προς το τέλος της εφηβείας της αποκτά τον «μοιραίο εραστή» ή τον «Μέντορα», θα ορίσει την εξέλιξή της ή θα την αναγκάσει να ωριμάσει βίαια;

ΧΑ: Τίποτα στη ζωή δεν έχει μια όψη, νομίζω. Ειδικά στο θέμα του έρωτα τα πάντα είναι ιδιαίτερα ρευστά.
Ο Πάρις είναι ένας ώριμος, πολύ γοητευτικός άντρας με εμπειρία στη ζωή, σαφώς πλουσιότερη απ’ της δεκαεξάχρονης Αλίκης, και με μια δική του θεωρία περί τέχνης, την οποία διατυπώνει με έναν άκρως σαγηνευτικό τρόπο. Διαθέτει, λοιπόν, όλα τα προσόντα του «μοιραίου εραστή» που θα μπορούσε να παρασύρει μια έφηβη κοπέλα στα -άγνωστα ακόμη για εκείνη- μονοπάτια του έρωτα, αλλά και αυτά ενός «μέντορα», ο οποίος θα της άνοιγε ένα νέο παράθυρο στον κόσμο. Ο καθένας διαβάζοντας το βιβλίο, μέσα απ’ τα δικά του μάτια, μπορεί να σταθεί περισσότερο ή λιγότερο σε ορισμένες πλευρές αυτού του αρκετά αμφιλεγόμενου χαρακτήρα. Προσωπικά, βέβαια, τείνω προς τον δεύτερο χαρακτηρισμό, νιώθοντάς τον ως τον άνθρωπο εκείνο που ανέδειξε τις καλλιτεχνικές κλίσεις της βασικής ηρωίδας και την ώθησε να τις καλλιεργήσει, μεταλαμπαδεύοντας της την γνώση και την αγάπη του για τη χαρακτική.
Όσον αφορά στον τρόπο με τον οποίο επηρεάζει την εξέλιξή της Αλίκης, αυτός, σαφώς, είναι διττός. Ένας άνθρωπος στη ζωή μας σπάνια είναι μόνο «κακός» ή μόνο «καλός», καθώς, πιστεύω, πως ακόμη και μέσα απ’ τις δυσκολίες, το πένθος, τη θλίψη και τον πόνο μπορεί να γεννηθεί κάτι πολύ όμορφο και δυνατό, κάτι πραγματικά ζωντανό.
Αυτό, άλλωστε, κατ’ εμέ, είναι και το κύριο μήνυμα του «Γέλιου» -αν μου επιτρέπεται να το καλώ «χαϊδευτικά» έτσι- η προσπάθεια, ο αγώνας, δηλαδή, κάθε ανθρώπου να απεγκλωβιστεί από νοσηρές και επώδυνες καταστάσεις, νικώντας τους φόβους, τα «στοιχειά» του, για να φτάσει, τελικά, στην προσωπική του κάθαρση.


ΤοΚ: Η ηρωίδα σας, δείχνει να εξελίσσεται σε μία γυναίκα που πατά σταθερά στα πόδια της, συμβαίνει το ίδιο και στον «ιδανικό εραστή»;

ΧΑ: Η αφήγηση της ιστορίας πραγματοποιείται απ’ την οπτική της ηρωίδας, η οποία μας διηγείται, μέσω αναδρομών, τη σχέση της με τον «ιδανικό εραστή», όπως εύστοχα, ενδεχομένως και με μια μικρή δόση ειρωνείας, τον χαρακτηρίσατε, παράλληλα με το παρόν της ζωής της. Αυτό, δηλαδή, που, κυρίως, παρακολουθούμε είναι η εξέλιξη της Αλίκης, ενώ οι όποιες -λίγες σε κάθε περίπτωση- πληροφορίες για τον άντρα δίνονται έμμεσα ακόμη και υπαινικτικά.
Λόγω αυτού, επομένως, είναι πολύ δύσκολο να μιλήσω για την δική του πορεία, εφόσον κάτι τέτοιο θα σήμαινε πως θα «αυθαιρετούσα» ως ένα βαθμό, μεταφέροντας την προσωπική μου, υποκειμενική άποψη, την ίδια στιγμή που θα αποκάλυπτα στοιχεία- έκπληξη της πλοκής. Το μόνο δεδομένο, ίσως, που είμαι σε θέση να δώσω είναι το εξής: ένας άνθρωπος που επιστρέφει στο παρελθόν, γεγονός που σηματοδοτεί και την έναρξη της ιστορίας μας, δείχνει πως έχει «αφήσει ανοιχτούς λογαριασμούς» με αυτό. Τα υπόλοιπα, επιτρέψτε μου να πω, επαφίενται στην εικόνα που θα διαμορφώσει ο κάθε αναγνώστης ξεχωριστά για τον ήρωα.

ΤοΚ: Νομίζετε πως υπάρχουν «μοιραίοι έρωτες» στην εποχή μας;

ΧΑ: Η γενική άποψη που προβάλλεται είναι πως ζούμε σε μια εποχή ταχύτητας, συναισθηματικής ρηχότητας, απουσίας εμπιστοσύνης ακόμη και φόβου απέναντι στον άλλον και κυρίως στον εαυτό μας. Σίγουρα τρέμουμε να αισθανθούμε, να μοιραστούμε και να δοθούμε, κρυβόμαστε πίσω απ’ την κουρτίνα της ανεξαρτησίας, της ελευθερίας, της κυριότητας του «εγώ» μας.
Όμως, ο Έρωτας είναι ακαταμάχητος, κι αλήθεια, όταν έρχεται, δεν μας ρωτά, θα μας εντοπίσει προφυλαγμένους στα χαρακώματα, θα μας αφοπλίσει. Πιστεύω ειλικρινά πως υπάρχουν «μοιραίοι έρωτες», γιατί πολύ απλά πιστεύω στην ίδια τη δύναμή Του.

ΤοΚ: Είστε πολύ νέα και κρατάμε στα χέρια μας την πρώτη σας συγγραφική προσπάθεια, το άμεσο μέλλον τι μας επιφυλάσσει;

ΧΑ: Οι οικονομικές συνθήκες των ημερών μας δεν μας «επιτρέπουν»  μακρόπνοα σχέδια, δεν μας εμποδίζουν, όμως, να κάνουμε όνειρα και να παλεύουμε για την εκπλήρωσή τους. Το γεγονός πως το πρώτο μου χειρόγραφο πήρε μορφή τυπωμένου βιβλίου, ενώ ήμουν μόλις στα 21, προτού καν ολοκληρώσω τις προπτυχιακές σπουδές μου αλλά και μετά από πολλές προσωπικές δυσκολίες και αγωνίες, συνιστά από μόνο του μια επιτυχία, καταγεγραμμένη στο «win book», που η δασκάλα μου στην υποκριτική Σάννυ Χατζηαργύρη με παρότρυνε να δημιουργήσω. Δεν μένουμε κι ούτε πρέπει να μείνουμε, ωστόσο, εκεί, επαναπαυόμενοι στις «δάφνες» μας. Τίποτα δεν είναι δεδομένο στη ζωή, γι’ αυτό κι ο αγώνας μας πρέπει να είναι αδιάλειπτος.
Όσον αφορά στο θέμα της συγγραφικής μου δραστηριότητας, που νομίζω είναι το κύριο σημείο της ερώτησής σας, μπορώ να σας εμπιστευτώ πως υπάρχουν ήδη κάποιες ιδέες για ένα νέο μυθιστόρημα, το οποίο βρίσκεται σε αρκετά καλό στάδιο. Μολοταύτα, δυστυχώς, δεν είμαι σε θέση να δώσω περισσότερες πληροφορίες γι’ αυτό, πλην του ότι ένας απ’ τους βασικούς του άξονες θα είναι η ανατροπή της πλασματικά ιδανικής εικόνας της οικογένειας καθώς και των οικογενειακών δεσμών.




Page 2 of 4
<< Start < Prev 1 2 3 4 Next > End >>