Ημερολογιακό Αρχείο
< May 2012 >
Mon Tue Wed Thu Fri Sat Sun
  1 2 3 4 6
7 8 9 10 11 12 13
14 15 16 17 18 19 20
21 22 23 24 25 26 27
28 29 30 31      

Σκηνοθεσία: Mark Neveldine, Brian Taylor, Σενάριο: Scott M. Gimple, Seth Hoffman, Μουσική: David Sardy, Φωτογραφία: Brandon Trost, Πρωταγωνιστούν: Nicholas Cage, Ciaran Hinds, Idris Elba, Διάρκεια: 95', Διανομή: Audio Visual

Ο Τζώνι Μπλέιζ, που στο παρελθόν έχει συνάψει συμφωνία με τον Σατανά, βρίσκεται απομονωμένος στην ανατολική Ευρώπη. Εκεί, θα τον συναντήσει ο Μορό, ένας αιρετικός ιερέας που θα τον πείσει ότι για να σπάσει τις κατάρες των σκοτεινών δυνάμεων που τον εξουσιάζουν θα πρέπει να εμποδίσει τον Σατανά να «κατακτήσει» το δεκάχρονο Ντάνι, τελευταία ελπίδα της ανθρωπότητας για αντίσταση ενάντια στις σκοτεινές δυνάμεις.

Στο σίκουελ που καταγράφει την συνέχεια των περιπετειών του χαρακτήρα της Μarvel, Ghost Rider, μας προβληματίζει κατ’ αρχήν η αδυναμία της ταινίας να αυτοπροσδιοριστεί. Μια περιπέτεια δράσης με έμφαση στα ειδικά εφέ, μεταφυσικό θρίλερ ή μια τάση προς το κόμικ με
χιουμοριστικά στοιχεία; Αν ο συνδυασμός των αναφερθέντων φαντάζει ετερόκλητος, δεν είναι να απορούμε για το αποτέλεσμα. Κύριο πρόβλημα που προκύπτει από τα παραπάνω είναι μια εμφανής ανομοιογένεια στην ατμόσφαιρα της ταινίας και φυσικά στις συνιστώσες αυτής: έλλειψη συνοχής στους φωτισμούς της ταινίας καθώς και στον χρωματισμό της εικόνας στο post-production. Αναφορικά με τη μουσική, hard rock κομμάτια διαδέχονται μουσική που αρμόζει σε μεταφυσικές καταστάσεις. Στα παραπάνω έρχεται να προστεθεί μια εμμονή του σκηνοθέτη να τραβά διαρκώς πλάνα χαμηλής γωνίας λήψης (κοντρ-πλονζέ ο πιο διαδεδομένος όρος) χωρίς προφανή λόγο. Επίσης, ότι η πλειοψηφία ακόμη και των κοντινών πλάνων είναι τραβηγμένα με ευρυγώνιο φακό, συμβάλλοντας σε κάδρα παραμορφωμένα, αισθητική που αρμόζει περισσότερο στον εξπρεσιονιστικό κινηματογράφο και λιγότερο σε τυπικούς χολιγουντιανούς μεταφυσικούς «προβληματισμούς». Αν, ακόμη, συμπεριλάβει, κανείς και το ότι το μοντάζ-ντεκουπάζ  είναι μάλλον θηρευτής της εντύπωσης με απανωτά, «βίαια» κοψίματα παρά συμβάλλει στο ρυθμό και την αφήγηση της ταινίας, μιλούμε για μια μετριότατη ταινία, που, χαρακτηρίζεται, εκτός των άλλων, και από την επίσης μέτρια ερμηνεία του Νίκολας Κέιτζ.

Π. Ταγκ.