Σκηνοθεσία: Oliver Stone, Σενάριο: Shane Salerno, Don Winslow, Φωτογραφία: Daniel Mindel, Μουσική: Adam Peters, Πρωταγωνιστούν: Blake Lively, Taylor Kitsch, John Travolta, Aaron Taylor-Johnson, Benicio Del Toro, Salma Hayek, Διάρκεια: 131', Διανομή:


Ο Μπεν, ένας φιλήσυχος καλλιεργητής μαριχουάνα και ο φίλος του, Τσον, πρώην πεζοναύτης του αμερικάνικου στρατού, δραστηριοποιούνται τοπικά στην παραγωγή και διακίνηση μαριχουάνας, κάνοντας όνομα για το εξαιρετικό προϊόν τους. Επίσης, δημιουργούν ένα ιδανικό ερωτικό τρίγωνο με την Οφηλία. Η ζωή στην πόλη της Νότιας Καλιφόρνιας όπου ζουν κυλά εξαίσια, ώσπου το μεξικάνικο καρτέλ της Μπάχα αποφασίζει να μπει στην αγορά και ζητά την συνεργασία μαζί τους. Η αδίστακτη επικεφαλής του καρτέλ, Έλενα και το «πρωτοπαλίκαρό» της, Λάντο, έρχονται αντιμέτωποι με τους πολύ ισχυρούς δεσμούς που έχουν αναπτυχθεί μεταξύ των τριών ατόμων, που συνεπικουρούνται από τον διεφθαρμένο αστυνομικό πράκτορα Ντένις. Η σύγκρουση μεταξύ τους κλιμακώνεται με ολέθρια αποτελέσματα…

«Οι παλιές αγάπες πάνε στον παράδεισο…» λέει το γνωστό άσμα και αυτή ήταν η πρώτη απάντηση στα δυσοίωνα προμηνύματα που συνόδευαν την ταινία πριν την προβολή της. Όσο και αν η καριέρα του Όλιβερ Στόουν αγναντεύει το ηλιοβασίλεμα, δεν μπορείς να αγνοήσεις τον άνθρωπο που με την ευαισθησία του χάρισε σπουδαίες στιγμές στην ιστορία του σύγχρονου αμερικάνικου κινηματογράφου. Μετά την προβολής, όμως, προσπαθείς επί ματαίω να βρεις εκείνο τον σφιχτό κινηματογραφικό ρυθμό, τα εικαστικά κάδρα, εκείνο το «οξύ» κατηγορώ που ανέδειξαν τον Στόουν. Αντιθέτως, η ταινία κυλάει αργά. Παρουσιάζει άπειρα καρέ ειδεχθούς βίας χωρίς αυτή να προσδίδει κάτι στην προβληματική της και αναπτύσσει ελλειματικώς τις προθέσεις και τα κίνητρα των χαρακτήρων με αποτέλεσμα αυτοί να φαντάζουν στα μάτια του θεατή περισσότερο ως καρικατούρες. Κυρίως, όμως, εκπλήσσεσαι πώς ο σκηνοθέτης που έχει σοκάρει με ταινίες όπως το «Platoon»,  «Wall Street» ή «Γεννημένος την 4η  Ιουλίου» μπορεί να κάνει μια ταινία τόσο αποτραβηγμένη σε περιοχόμενο και φόρμα από τα τεκταινόμενα της εποχής.

Συνοψίζοντας, δεν ισχυριζόμαστε ότι το «Savages» είναι μια απαράδεκτα κακή ταινία. Αντιθέτως, σίγουρα θα υπάρξει ένα κοινό που θα πάει να τη δει για την ιδιαίτερη «αγριότητά» της και για την αρτιότητα στην παραγωγή της. Δεν παύει όμως να αποτελεί ένα αρκετά μέτριο σημείο στη λαμπρή φιλμογραφία του Ο. Στόουν και από μια πιο αυστηρή σκοπιά, η ένδειξη πως μάλλον «τελειώνουν τα ψωμιά του».

Π. Ταγκ.