Καθώς η φετινή διοργάνωση του 53ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης πραγματοποιεί αφιέρωμα στο έργο των δυο κινηματογραφιστών, το οποίο εντάσσεται στη νέα ενότητα του Φεστιβάλ με τίτλο «Νυχτερινές Εικόνες», οι δύο σκηνοθέτες παραχώρησαν συνέντευξη Τύπου την Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2012. παρουσία του Διευθυντή του Φεστιβάλ κ. Δημήτρη Εϊπίδη.
Ο κ. Εϊπίδης προλόγισε τη συνέντευξη Τύπου λέγοντας: «Χαίρομαι ιδιαίτερα που έχουμε για πρώτη φορά στο Φεστιβάλ δύο σκηνοθέτες οι οποίοι δεν είχαν συμμετάσχει μέχρι σήμερα στα προγράμματά μας. Είναι εδώ με την ευκαιρία ενός ανοίγματος που προσπαθούμε να κάνουμε προς τον νέο, εναλλακτικό κινηματογράφο που επαναστατεί χωρίς ψεγάδια και κρυφές στιγμές. Προσωπικά, πιστεύω πολύ στην ύπαρξη της εναλλακτικής άποψης των πραγμάτων και έχω γαλουχηθεί με τον ανεξάρτητο κινηματογράφο και το αμερικάνικο underground σινεμά. Αυτές ήταν οι πρώτες μου κινηματογραφικές εμπειρίες, οι πρώτες μου δυνατές συγκινήσεις, ταινίες όπου κατέρρεαν οι φραγμοί, τα όρια, οι δυσκολίες και μια νέα άποψη του κόσμου εμφανιζόταν μέσα από νέα, επαναστατημένα ταλέντα».

Παρουσιάζοντας στους παρευρισκόμενους τους δυο κινηματογραφιστές, ο κ. Εϊπίδης σημείωσε: «Έχουμε αυτά τα ταλέντα και στον τόπο μας, έχουμε τον κ. Κώστα Ζάπα. Νέος φίλος του φεστιβάλ, στις ταινίες του οποίου πιστεύω πάρα πολύ και περιμένω κάθε φορά με μεγάλο ενδιαφέρον την επόμενη δουλειά του. Έχουμε επίσης από το Ισραήλ, το Βερολίνο θα έλεγα καλύτερα, όπου ζει, τον Λίορ Σαμρίζ. Είναι ένας σκηνοθέτης που εκτιμώ πάρα πολύ και έχω δείξει τη δουλειά του στο φεστιβάλ του Ρέϊκιαβικ. Πιστεύω πάρα πολύ σε όσα έχει κάνει και σε αυτά που πρόκειται να κάνει». Τέλος, ο ίδιος επισήμανε: «Είναι μια νέα αρχή που κάνουμε με αυτό το νέο τμήμα στο φεστιβάλ, η οποία θα επεκταθεί και θα εμπλουτιστεί τα επόμενα χρόνια. Ελπίζω ότι οι καλλιτέχνες που είναι σήμερα μαζί μας θα επιστρέφουν κάθε φορά με τη νέα τους δουλειά. Ελπίζω να τους κάνω να αγαπήσουν το Φεστιβάλ και τη Θεσσαλονίκη και να μείνουν φίλοι μας».

Παίρνοντας πρώτος το λόγο, ο Κώστας Ζάπας δήλωσε: «Θα ήθελα να ευχαριστήσω προσωπικά τον κ. Εϊπίδη. Νομίζω ότι έκανε ένα πολύ τολμηρό βήμα όσον αφορά στην περίπτωσή μου. Το σινεμά μου ενισχύθηκε πάρα πολύ από το εξωτερικό, αντίθετα δεν ενισχύθηκε καθόλου στην Ελλάδα και θεωρώ ότι αυτό είναι ένα πρώτο, αλλά σίγουρα πολύ τολμηρό βήμα». Με τη σειρά του, ο Λιόρ Σαμρίζ υπογράμμισε: «Χαίρομαι ιδιαίτερα που μου έγινε αυτή η πρόσκληση από το Φεστιβάλ και βρίσκομαι εδώ μαζί σας».

Μιλώντας για τον όρο «underground» αναφορικά με τον κινηματογράφο, ο Κώστας Ζάπας εξήγησε: «Οι τίτλοι ‘’underground’’ και ‘’πρωτοποριακό’’ είναι παρεξηγημένοι. Αυτό που είναι πραγματικά πρωτοποριακό στην εποχή κατά την οποία συμβαίνει, αύριο μεθαύριο γίνεται κάτι κλασικό. Έχουμε δει πολύ μεγάλους σκηνοθέτες οι οποίοι στην αρχή της καριέρας τους έκαναν ταινίες που δεν μπόρεσαν να βρεθούν κοντά σε ένα ευρύτερο κοινό ή δυσκολεύτηκαν πάρα πολύ, αργότερα όμως όταν μπόρεσαν να κατανοηθούν και από ένα ευρύτερο κοινό, καταλάβαμε ότι αυτός είναι ο πιο κλασικός κινηματογράφος, ένας κινηματογράφος αναφοράς». Μιλώντας για το ίδιο θέμα, ο Λιόρ Σαμρίζ σημείωσε: «Υπάρχουν δύο διαστάσεις του όρου underground: η μία είναι σε σχέση με την παράδοση του σινεμά, όπως ο Άντι Γουόρχολ και ο Τζόνας Μέκας -παράδοση στην οποία κάνω αναφορά και εγώ στις ταινίες μου-, ενώ η άλλη είναι με την απλή έννοια του όρου, ως μη συμμόρφωση στα συνηθισμένα μέσα παραγωγής ταινιών. Προσπαθώ να κάνω τη δουλειά που θέλω. Έχω τα θέματά μου, έχω πράγματα κατά νου για τα οποία θέλω να μιλήσω κι αν αυτό σημαίνει ότι πρέπει να τα κάνω με τον τρόπο μου, τον οποίο οι άλλοι βλέπουν ως underground και δεν έχω πρόβλημα με αυτό. Δεν ψάχνω όμως αυτούς τους ορισμούς, είναι έξωθεν κρίσεις. Σκέφτομαι και θέλω να διαλέγω τα θέματά μου χωρίς συμβιβασμούς και εκπτώσεις. Η πορεία που ακολουθεί ο δημιουργός φαίνεται στην οθόνη».

Σε σχέση με την παραδοσιακή κινηματογραφική εκπαίδευση, ο κ. Ζάπας υπογράμμισε: «Δεν καταλαβαίνω τι σημαίνει κινηματογραφική εκπαίδευση. Πιστεύω ότι η δουλειά ενός δημιουργού, ενός καλλιτέχνη, είναι να παίρνει το αόρατο και να το κάνει ορατό, δηλαδή να μετατρέπει την καθημερινότητα σε κάτι επικό. Πώς διδάσκεται αυτό; Αυτή τη δουλειά δεν την επιλέγουμε, μας επιλέγει. Εγώ έγινα κινηματογραφιστής από ανάγκη». Από την πλευρά του, ο κ. Σαμρίζ εξήγησε: «Δεν έχω κινηματογραφική παιδεία, αλλά έχω καλλιτεχνική παιδεία και σήμερα βλέπω την δουλειά μου σαν κάτι που βρίσκεται στη μέση των δυο αυτών πεδίων. Έχω εννοιολογικές πτυχές τις οποίες θέλω να εκφράσω στην οθόνη και ορισμένες παραδοσιακές φιλμικές γλώσσες που θέλω να επεξεργαστώ. Ωστόσο, νομίζω ότι ο συνδυασμός αυτός είναι πολύ καλός για μένα, γιατί δε θέλω να μιμηθώ την τέχνη του 20ου αιώνα». Ως προς την ισορροπία μεταξύ αφήγησης και πειραματισμού, ο Λιόρ Σαμρίζ τόνισε: «Αυτό που πρόσφατα έμαθα είναι ότι δε θέλω να επιδιώκω την ισορροπία. Θέλω αυτά τα στοιχεία να είναι συνυφασμένα. Δεν προσπαθώ να εμπλουτίσω την ιστορία μου με κάτι που είναι πειραματικό, αναζητώ κάτι που είναι ανάμεσα στα δύο και ίσως τα συνδυάζει. Σαν τη σχέση μεταξύ φύσης και Θεού».

Μιλώντας για την ταινία που ετοιμάζει με τίτλο Frankenstein: A Death Odyssey, η οποία πρόκειται για μια κινηματογραφική μεταφορά του μύθου του Φρανκεστάιν, ο Κώστας Ζάπας δήλωσε: «Καταρχήν, θέλω να ξεκινήσω μιλώντας για τη Μέρι Σέλεϊ, μια σπουδαία συγγραφέα η οποία μαζί με τον σύζυγό της, τον μεγάλο ποιητή Πέρσι Σέλεϊ και τον στενό τους φίλο Λόρδο Βύρωνα, ανήκουν στους ρομαντικούς, καταραμένους ποιητές. Έγραψα μια μεταφορά του μύθου του Φρανκεστάιν στη σύγχρονη εποχή, κάτι που προσπαθούσε πολλά χρόνια να το κάνει και το Χόλιγουντ, δηλαδή να μπορέσει να ανανεώσει το μύθο φέρνοντάς τον στη σύγχρονη εποχή. Το σενάριο γράφτηκε πριν από λιγότερο από ένα χρόνο και βρήκε μεγάλη ανταπόκριση. Στο Τορόντο επιλέχθηκε ανάμεσα στα δώδεκα καλύτερα ευρωπαϊκά σενάρια και με το σενάριο ουσιαστικά άρχισε να προσεγγίζει σπουδαίους συνεργάτες όπως ο Σιγκέρου Ουμεμπαγιάσι που θα γράψει την πρωτότυπη μουσική, ο Στίβεν Μπέρκοφ που θα υποδυθεί έναν από τους χαρακτηριστικότερους ρόλους, αλλά και ο Παναγιώτης Ράππας διεθνής έλληνας animator και ειδικός στα ειδικά εφέ και επί δεκαετίας συνεργάτης του Σπίλμπεργκ. Σύντομα θα ανακοινωθούν και περισσότερα ονόματα. Είναι ένα πάρα πολύ φιλόδοξο σχέδιο και ελπίζω να πάει καλά».

Αναφερόμενος στην πιο πρόσφατη ταινία μικρού μήκους του με τίτλο Beyond Love and Companionship την οποία ολοκλήρωσε μερικές μέρες πριν από το φεστιβάλ και κάνει παγκόσμια πρεμιέρα στη Θεσσαλονίκη, ο Λιόρ Σαμρίζ σχολίασε: «Όταν έλαβα την πρόσκληση από το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και ειδοποιήθηκα ότι επρόκειτο να προβάλλει μια σειρά ταινιών μου, βρισκόμουν στο μέσο της δημιουργίας μιας ταινίας μικρού μήκους. Όταν το είπα στο Φεστιβάλ, μου είπαν να τη φέρω επίσης στο αφιέρωμα, πράγμα που συνετέλεσε στο να ολοκληρωθεί τόσο γρήγορα. Πολλές φορές μου αρέσει να κάνω δουλειές για συγκεκριμένους ανθρώπους. Εάν γνωρίσω κάποιον ηθοποιό ή κάποιον καλλιτέχνη που με ενδιαφέρει να δουλέψω μαζί του, μου αρέσει να γράφω για εκείνον. Άλλες φορές, πάλι, ακολουθώ την αντίστροφη διαδρομή, δηλαδή ξεκινώ από την ιστορία και αναζητώ τους κατάλληλους ανθρώπους. Με ενδιαφέρει όμως αυτό το μείγμα ζωής και Τέχνης, δηλαδή να μπορώ να γράψω κάτι για κάποιον συγκεκριμένο. Για παράδειγμα, η ταινία μου Το μαγικό γραφείο γυρίστηκε με την ηθοποιό Carola Regnier στο σπίτι της, χωρίς να το έχω δει καν πριν. Μου αρέσει να ανοίγω “τρύπες” στον ιστό της πραγματικότητας και να χώνω μέσα τις ταινίες μου, ελπίζοντας πως είναι εφικτό να αποκατασταθεί ο ιστός και να φαίνεται πραγματικό».

Ο ισραηλινός κινηματογραφιστής έχει γεννηθεί στο Ισραήλ, αλλά ζει και εργάζεται στο Βερολίνο. Μιλώντας για αυτή την επιλογή του, ο Λιόρ Σαμρίζ διευκρίνισε: «Ελπίζω ότι θα κάνω ταινίες και στο Ισραήλ επίσης. Είναι όμως δύσκολο να κάνεις Τέχνη εκεί. Στη Γερμανία είναι πιο εύκολο να κάνεις ανεξάρτητη πειραματική δουλειά. Ήταν ενδιαφέρον για μένα να μετακομίσω στο Βερολίνο και να βρίσκομαι δε διάλογο με ανθρώπους από διάφορα μέρη του κόσμου». Και συνέχισε: «Είναι πολύ σημαντικό για μένα να δουλεύω εκεί όπου μένω. Κατακρίνω τον εξωτισμό κάποιων σκηνοθετών, την πρακτική του εισάγω-εξάγω, του να πηγαίνεις κάπου εξωτικά, να βγάζεις αλήθεια και να την πουλάς στην αγορά. Το έχω δει να συμβαίνει πολύ στο Ισραήλ από την άλλη πλευρά. Έρχονται τα κονδύλια από τις πλούσιες ευρωπαϊκές χώρες, ψάχνουν ιστορίες αλλά το αποτέλεσμα είναι τεχνητό».

Από την πλευρά του, ο κ. Ζάπας εξήγησε την επιλογή της Αθήνας ως τόπο κινηματογραφικής δημιουργίας: «Δεν παίρνω μέρος στην προσωπική μυθολογία κανενός, ούτε καν του εαυτού μου, οπότε δεν θα κινηματογραφούσα μια πόλη για τη μυθολογία της. Επιμένω να κινηματογραφώ στην Ελλάδα παρά όλες αυτές τις δυσκολίες γιατί πιστεύω ότι οι δυσκολίες πάντα υπήρχαν και πάντα θα υπάρχουν. Όπως λέει ο ποιητής ‘’η πόλη ακολουθεί’’. Δε νομίζω ότι αυτά που κουβαλά κάθε άνθρωπος θα αλλάξουν με το βλέμμα ή ότι θα αλλάξει αν βρεθεί σε άλλη πόλη. Η επερχόμενη ταινία μου ήταν ένα πολύ μεγάλο στοίχημα επειδή για το σενάριο έδειξαν τεράστιο ενδιαφέρον και τα στούντιο του Χόλιγουντ, όμως πίστεψα ότι στις δύσκολες εποχές μπορούν να βγουν μεγάλα πράγματα από την Ελλάδα και ότι έχουμε πάρα πολύ καιρό να εξάγουμε κάτι. Γι’ αυτό και επιμένω παρ’ όλες τις δυσκολίες, νομίζω ότι θα κάνει καλό».

Κάνοντας την τοποθέτησή του αναφορικά με το κλίμα που επικρατεί ως προς την Ελλάδα στα φεστιβάλ του εξωτερικού, ο κ. Ζάπας υπογράμμισε: «Είναι πάρα πολύ δυσάρεστα τα πράγματα, σίγουρα δεν μπορώ να τα ωραιοποιήσω. Είμαστε στιγματισμένοι στο εξωτερικό αυτή τη στιγμή. Υπάρχει αρνητική διάθεση. Το να πάρεις τηλέφωνο στο εξωτερικό και να ζητήσεις λεφτά για μια ταινία λέγοντας ότι είσαι Έλληνας, είναι χειρότερο από το να τους πεις ότι είσαι ο... αντίχριστος. Έχουμε πολύ μεγάλο πρόβλημα, αλλά νομίζω ότι και σαν άνθρωποι και σαν λαός δεν υποχωρούμε».

Ο Λιόρ Σαμρίζ κατέθεσε τη δική του εμπειρία επάνω στο θέμα των φεστιβάλ και της χώρας καταγωγής ενός σκηνοθέτη: «Στο Ισραήλ υπάρχει μια αντίστοιχη κατάσταση. Με βάση τη μικρή μου εμπειρία, θα ήθελα να πω ότι είναι πολύ δελεαστικό για έναν κινηματογραφιστή να δώσει στο κοινό αυτό που θέλει να πιστεύει για ένα μέρος. Όμως για μένα είναι σημαντικό ο κινηματογραφιστής να προσπαθήσει στο βαθμό του δυνατού να βλέπει από μια ευρύτερη σκοπιά και να συγκεντρωθεί σε αυτό που πιστεύει ιδεολογικά και καλλιτεχνικά, παρά σε αυτό που περιμένουν οι άλλοι. Ελπίζω ότι αυτό είναι κάτι παροδικό. Για παράδειγμα, θα είναι πιο εύκολο για μένα να κάνω μια ταινία για τον πόλεμο και να την πουλήσω. Στο Ισραήλ πολλοί άνθρωποί πάνε στο στρατό, συμμετέχουν στις θηριωδίες, κάνουν μια ταινία για αυτό και την πουλούν. Όμως εγώ δεν πολέμησα και ούτε θέλω να κάνω μια ταινία για τον πόλεμο. Αν πιστεύεις ότι υπάρχει κάτι περισσότερο στη ζωή από αυτό που περιμένουν οι άλλοι πρέπει να μην υποχωρήσεις. Αυτοί που αποφασίζουν να σε κάνουν δημοφιλή για ένα τέτοιου είδους λόγο, δεν είναι με το μέρος σου».

Αδάμ Αδαμόπουλος