του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΤΑΓΚΑΛΑΚΗ

Σκηνοθεσία: Jacques Audiard, Σενάριο: Jacques Audiard, Thomas Bidegain, Φωτογραφία: , Μουσική: , Πρωταγωνιστούν:
Marion Cotrillard, Matthias Schoenaerts, Armand Verdure, Διάρκεια: 120', Διανομή: Seven Films


Ο Αλί είναι άνεργος και πατέρας ενός μικρού παιδιού. Αποφασίζει να εγκαταλείψει το Βέλγιο και να εγκατασταθεί σε μια πόλη της Νοτίου Γαλλίας, προκειμένου να αναζητήσει την τύχη του. Εκεί, θα φιλοξενηθεί από την αδερφή του και θα πιάσει δουλειά ως πορτιέρης σε κλαμπ. Δεν αργεί να γνωρίσει την Στεφανί κατά τη διάρκεια ενός καυγά, όπου και τη μετέφερε μέχρι το σπίτι της καθώς ήταν τραυματισμένη. Η Στεφανί είναι εκπαιδεύτρια σε ένα τοπικό θαλάσσιο πάρκο και η ζωή της θα πάρει μια δραματική τροπή, όταν σε ένα τρομερό ατύχημα θα χάσει και τα δύο της πόδια. Είναι αυτό το γεγονός που θα φέρει πάλι σε επαφή την Στεφανί και τον Αλί. Οι ζωές τους, εφεξής, θα ακολουθήσουν κοινή πορεία σε μια πολύ ιδιαίτερη σχέση. Ένας κοινός αγώνας στις δυσκολίες των ανθρώπινων καταστάσεων.

Η καινούρια ταινία του Ζακ Οντιάρ επιχειρεί να απεικονίσει με ρεαλιστικό τρόπο και όχι κατ’ ανάγκην εξωραϊστικό, την πάλη ενάντια στου «κύκλου τα γυρίσματα» της ανθρώπινης ζωής. Θα λέγαμε μάλλον, μια μελέτη, στην ακαθόριστη τροπή των πραγμάτων. Ο Αλί βρίσκεται σε ένα από τα πάμπολλα ενδεχόμενα του να γνωρίσει με συμπτωματικό τρόπο την Στεφανί. Η Στεφανί αντιμετωπίζει την τραγική κατάληξη ενός απροσδόκητου ατυχήματος. Αυτή είναι η πορεία. Θα μπορούσε να είναι διαφορετική. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η ανθρώπινη επιμονή είναι εκεί, και αντιστέκεται σε κάθε ένα από τα πιθανά γυρίσματα της τύχης. Αντικρίζοντας κάθε φορά καθένα από τα μικρά παράθυρα ελπίδας, καθεμία άβυσσο απελπισίας.

Επομένως, η ταινία αναδεικνύεται ως μία ωδή στην ανθρώπινη προσπάθεια, που είτε ευδοκιμεί είτε χάνεται. Παρ’ όλα αυτά, η ταινία φαίνεται να επενδύει σε όλη τη διάρκειά της στον συναισθηματισμό που απορρέει από τις ίδιες τις καταστάσεις, πρωτογενώς. Δεν επιδιώκει μέσα από τις υπάρχουσες καταστάσεις να αναπτύξει μια συγκεκριμένη προβληματική, πόσο δε μάλλον μια αισθητική αναζήτηση. Η σκηνοθεσία της, συγκεκριμένα, μέσα από τα πλάνα και το ρυθμό της, είναι μάλλον ακαδημαϊκή, δίχως να «συντονίζεται» με την αγωνιώδη μοίρα των χαρακτήρων. Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα, αντιθέτως, μπορούμε να αναφέρουμε την ταινία του Αλεχάντρο Αμενάμπαρ, «Η θάλασσα μέσα μου», στην οποία ο ρυθμός, τα κάδρα, και η μουσική ακόμα, συμπορεύονται με τη βαθύτερη αναζήτηση της ταινίας.

Εν κατακλείδι, το «Σώμα με Σώμα» είναι μια ταινία που, αν και απέχει παρασάγγας από το να είναι αριστούγημα και δεν θα μπορούσε επ’ ουδενί να κοντραριστεί με το «Amour» στις Κάννες, αξίζει το ενδιαφέρον του θεατή, κυρίως για την ερμηνεία της Μαριόν Κοτιγιάρ, που στέκεται εκεί, καθηλωμένη, και αφουγκράζεται αβίαστα τα πάθη της.