Ημερολογιακό Αρχείο
< December 2012 >
Mon Tue Wed Thu Fri Sat Sun
          1 2
3 5 6 7 8 9
10 11 12 13 14 15 16
17 18 19 20 21 22 23
24 25 26 27 28 29 30
31            

του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΤΑΓΚΑΛΑΚΗ

Σκηνοθεσία: Paul Thomas Anderson, Σενάριο: Paul Thomas Anderson, Φωτογραφία: Mihai Malaimare Jr., Μουσική: Jonny Greenwood, Πρωταγωνιστούν: Philip Seymour Hofman, Joaquin Phoenix, Amy Adams, Διάρκεια: 144', Διανομή: Odeon


O Φρέντι Κουέλ είναι ένας σεξομανής και αλκοολικός βετεράνος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, που ύστερα από την τραυματική εμπειρία που βίωσε, αρχίζει να εργάζεται ως φωτογράφος σε τοπικό πολυκατάστημα. Σύντομα απολύεται μετά από μια βίαιη διαμάχη με έναν πελάτη. Η επόμενη δουλειά του θα έχει επίσης ατυχή κατάληξη μιας και, ως εργάτης σε μια φάρμα καλλιέργειας λάχανων, θα δηλητηριάσει με το αυτοσχέδιο ποτό του έναν εκ των εργατών. Μια νύχτα, ο Φρέντι γίνεται λαθρεπιβάτης στο σκάφος του Λάνκαστερ Ντοντ, επικεφαλής ενός φιλοσοφικού κινήματος υπό τον τίτλο «The Cause». Ο Φρέντι θα παράσχει στον Τοντ το αλλόκοτο ποτό του και ο Τοντ θα τον υποβάλλει σε μια ιδιαίτερη άσκηση, τη Διεργασία, που έχει να κάνει με την αναδρομή σε παρελθόντα γεγονότα με στόχο την ίαση περασμένων «τραυμάτων». Οι δυο τους θα ακολουθήσουν μια κοινή πορεία.

Θα τολμήσω να πω ότι η νέα ταινία του Πολ Τόμας Άντερσον είναι αμφιλεγόμενη και εικάζω ότι ίσως διχάσει τους θεατές. Ας ξεκινήσουμε από τα στοιχεία εκείνα που μας κεντρίζουν στην ταινία. Κατ’ αρχάς, συμπεραίνουμε ότι ο Πολ Τόμας Άντερσον ανήκει στους κορυφαίους σκηνοθέτες της γενιάς του. Και τούτο, διότι αποκτούμε την αίσθηση ότι χειρίζεται κάθε κινηματογραφική συνιστώσα με πανδαισία και τελειομανία. Από τα καλοστημένα κάδρα και την άψογη φωτογραφία (αξέχαστη η πρώτη σεκάνς με ευρυγώνιους fish eye φακούς να καταδεικνύει ωμά τον παραλογισμό του πολέμου) μέχρι τις γλαφυρές κινήσεις της κάμερας, η κινηματογράφηση του Άντερσον είναι χάρμα ειδέσθαι, μια οπτική συμφωνία θα λέγαμε. Δηλαδή, πολλά ξεχωριστά πλάνα της ταινίας μπορούν να είναι σίγουρα αντικείμενο μακράς φιλμικής ανάλυσης.

Το δεύτερο στοιχείο είναι η ερμηνεία του Χοακίν Φίνιξ σε έναν χαρακτήρα που θυμίζει σε ειρωνεία και παρορμητισμό τον Dude του Big Lebowski και σε ωμότητα τον Bronson της ομότιτλης ταινίας, δίχως να είναι φυσικά σε τέτοιο βαθμό βίαιος. Πρόκειται για μια οριακή ερμηνεία, που στο παίξιμο κάποιου άλλου ηθοποιού ίσως να ξεχείλωνε, να μετατρεπόταν σε καρικατούρα. Να μη λησμονήσουμε, φυσικά, να εξαίρουμε την ως συνήθως μεστή ερμηνεία του Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν.

Και τώρα ερχόμαστε στο κρίσιμο σημείο που είναι το θέμα και η προβληματική της ταινίας, η οποία πραγματεύεται την σαϊεντολογία. Δεν πρόκειται για μια απλή γραμμική αφήγηση μιας ιστορίας με έναν αφηγητή μηδενικής εστίασης. Η ταινία, πέραν του να αφηγηθεί την πορεία των χαρακτήρων, επιχειρεί μια ενδοσκόπηση στον ψυχισμό τους, μπαίνει στη διαδικασία του να συμπορευτεί, δηλαδή, με το δια ταύτα της σαϊεντολογίας. Με άλλα λόγια αισθάνομαι ότι η ταινία παίρνει θέση, και αυτό απαιτεί για την θέαση της ταινίας έναν «συγχρονισμό» εκ μέρους του θεατή. Ίσως και μια ταύτιση. Συνεπώς, αν ο θεατής αφεθεί σ’ αυτόν τον παλμό της ταινίας και συμπλεύσει μαζί της, πιθανόν να βιώσει μια πολύ σπουδαία ταινία. Διαφορετικά, όμως, μπορεί να αισθανθεί ότι η ταινία γίνεται εσωστρεφής, μακριά από αυτόν, και ότι οι ρυθμοί της σε σημεία τον κουράζουν.

Κλείνοντας, επιστρέφω στο ότι η υποστηρίζω ότι η ταινία είναι αμφιλεγόμενη. Άλλωστε, εκεί έγκειται και η μαγεία του κινηματογράφου. Μπορεί τα επιμέρους σημεία του ψηφιδωτού να είναι αριστουργηματικά, αλλά αυτό που μετράει είναι το «όλον». Και φυσικά εκεί υπεισέρχεται η προσωπική «ανάγνωση», το προσωπικό «βίωμα» του καθενός.