Ημερολογιακό Αρχείο
< December 2012 >
Mon Tue Wed Thu Fri Sat Sun
          1 2
3 4 5 6 7 8
10 11 12 13 14 15 16
17 18 19 20 21 22 23
24 25 26 27 28 29 30
31            

Ο Μενέλαος Καραμαγγιώλης σε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και άκρως αποκαλυπτική συνέντευξη με αφορμή την κυκλοφορία της νέας του ταινίας J.A.C.E.

Η συνάντηση με τον Μ. Καραμαγγιώλη έγινε ένα κυριακάτικο απόγευμα. Μας υποδέχτηκε στο σπίτι του, στην Φωκίονος Νέγρη. Ευγενικός και καλοσυνάτος, μπροστά από την πλούσια βιβλιοθήκη του, υπό το λιτό φως ενός πορτατίφ και απέναντι από το μεγάλο ελέφαντα της κουζίνας του, μίλησε ανοιχτά, χωρίς φόβο και πάθος, τόσο για το J.a.c.e. όσο και για την πορεία του μέχρι αυτήν την ταινία, προσπάθησε να μας εξηγήσει «που πάει η μουσική όταν δεν την ακούμε πια» και μας έδωσε μια μικρή ιδέα για τα μελλοντικά κινηματογραφικά του σχέδια.


ΤοΚ: Μπορείτε να μας αφηγηθείτε την πορεία σας μέχρι το Rom (1989) ;

ΜΚ: Είχα την τύχη να ζήσω όλες τις φάσεις του κινηματογράφου. Ξεκίνησα να κάνω ντοκιμαντέρ, τα οποία όμως γυρίζονταν σε φιλμ. Οπότε, είχε όλες τις κατάρες του να γυρίζεις κάτι σε φιλμ, που είναι ακριβό και δύσκολο μέσο, να μοντάρεις σε μουβιόλα που είναι πολύ πιο δύσκολο, ιδίως για τα ντοκιμαντέρ πάρα πολύ πιο δύσκολο. Από την άλλη ερχόσουν σε επαφή με την ουσία του κινηματογράφου, που είναι το φιλμ. Στη διάρκεια, λοιπόν, που έκανα ταινίες είδα και την αλλαγή που έχει γίνει στα κινηματογραφικά μέσα και είχε πολύ ενδιαφέρον αυτό. Όταν ξεκίνησα, λοιπόν, έκανα ντοκιμαντέρ για την ΕΡΤ για το ποτάμι Αλφειός. Αυτό παίχτηκε 25η Μαρτίου. Υπήρξαν κάποιες εξαιρετικές κριτικές του στυλ: «Πετάξτε όλο το πρόγραμμα και κρατήστε αυτήν την εκπομπή». Αυτό έφερε ένα δεύτερο, έφερε ένα τρίτο, και, μετά, χρειάστηκε να κάνω μια ταινία, που έπαθα πανικό όταν μου την προτείνανε και την αρνιόμουν πάρα πολύ καιρό, γιατί ήταν ένα ντοκιμαντέρ περιορισμένου ενδιαφέροντος για τα βιομηχανικά κτήρια της Λέσβου, τέλη 19ου με αρχές 20ου αιώνα. Και μόνο ο τίτλος σου παγώνει το αίμα. Όταν βρέθηκα στη Μυτιλήνη, όμως, ανακάλυψα πόσο μεγάλη δύναμη είναι η ελιά και το λάδι. Αυτή η ταινία («Ελαίας Αίγλη») βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη, πήρε το πρώτο βραβείο, πήρε το ropa nostra, και ταξίδεψε πολύ στο εξωτερικό. Και αυτή η ταινία ήταν που έφερε το ROM. Να αναφέρω, επίσης, ότι πριν είχα δουλέψει ως βοηθός και είχα κάνει την έρευνα σε μια σειρά τηλεοπτική που ήταν τα πιο πετυχημένα ντοκιμαντέρ που είχαν γίνει τότε στην Ελλάδα με το Δ. Μαυρίκιο, «Τα Γεφύρια του Ιονίου», που παίζονται ακόμα στην ΕΡΤ, και είχα συνσκηνοθετήσει με το Μαυρίκιο ένα ντοκιμαντέρ που λεγόταν «Μεσογειακό τρίπτυχο για τα πάθη». Και αυτή ήταν όλη μου η πορεία στο ντοκιμαντέρ. Και εκεί έρχεται το ROM. To ROM είναι πάλι ένα ντοκιμαντέρ για την ΕΡΤ, που τυχαία τελείως, χάρη στη Λουκία Ρικάκη, αυτό βρέθηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Εκείνη την χρονιά δε δώσαν κανένα άλλο βραβείο εκτός από το ROM και οι άνθρωποι χειροκροτούσαν κανά εικοσάλεπτο όρθιοι. Ήταν μεγάλη έκπληξη, γιατί είχε πολλά χρόνια, δεκαετίες, να πάει ντοκιμαντέρ στη Θεσσαλονίκη, και αυτές οι αντιδράσεις για ένα ντοκιμαντέρ ήταν πρωτόγνωρες. Και εκεί, συνειδητοποίησα ότι το ελάττωμα των ντοκιμαντέρ μου ήταν αυτό που οι περισσότεροι θεατές θεωρούσαν προτέρημα, ότι δηλαδή αλληθώριζαν στο fiction. Πάντα ήθελα να κάνω μόνο fiction. Τα ντοκιμαντέρ ήταν ένας τρόπος στην εποχή που ήταν πολύ δύσκολο να κάνεις fiction ταινίες, να ξεκινήσω να κάνω σινεμά και πέρασα στο fiction.


ΤοΚ: Μιλήστε μας για το Black Out.

ΜΚ: Περνώντας στο fiction, λοιπόν, έγραψα ένα σενάριο, προσπάθησα να βρω παραγωγό, ήταν τόσο μεγάλο που όλοι το φοβούνταν, έλεγαν «ποτέ δεν θα γίνει αυτή η ταινία». Αυτή η ταινία έγινε, βρήκε και δύο συμπαραγωγούς απ’ το εξωτερικό, βγήκε στο εξωτερικό, πούλησε πολύ, έχει παιχτεί σε αρκετές χώρες και άφησε κι ένα τεράστιο χρέος.


ΤοΚ: Μεταξύ του Black Out και του J.a.c.e. μεσολαβεί περίπου μια δεκαετία. Ποια ήταν η επαφή σας με το ντοκιμαντέρ και τη μυθοπλασία σ’ αυτό το μεσοδιάστημα; Ήταν ένα διάστημα απουσίας από τη μυθοπλασία;

ΜΚ: Από τη μυθοπλασία δεν έλειψα αυτά τα χρόνια, κατ΄ αρχάς, γιατί όταν έχεις αποφασίσει στην ζωή σου ότι θα κάνεις ταινίες, ότι και να κάνεις, και να περπατάς στο δρόμο, ταινίες κάνεις. Δεν απέχεις από αυτό. Αυτά που έκανα στο ενδιάμεσο, γράφοντας το σενάριο, παλεύοντας να στηθεί αυτή η παραγωγή, γιατί ήταν λίγο δύσκολη, ήταν όλα πολύ χρήσιμα και, κυρίως τα ντοκιμαντέρ, που σου δίνουν τροφή για τις ιστορίες που έχεις στο μυαλό σου και για τους τρόπους που θες να τις αφηγηθείς.


ΤοΚ: Πώς εμπνευστήκατε το σενάριο του J.a.c.e.;

ΜΚ: Το σενάριο είναι βασισμένο σε αληθινούς ήρωες που κυκλοφορούν ανάμεσά μας και είναι και από τους πρώτους που είδαν την ταινία. Είναι βασισμένο σε αληθινές ιστορίες, και αυτό που έκανα ήταν μια αποτύπωση αυτών των ιστοριών και μία προσαρμογή τους σε έναν αφηγηματικό ιστό ώστε να μπορούν να αποτελέσουν ταινία.


ΤοΚ: Η αφήγηση της ταινίας έχει την ιδιαιτερότητα ότι είναι χωρισμένη σε 14 κεφάλαια και καλύπτει αφηγηματικό χρόνο δύο δεκαετιών. Τί σας οδήγησε σε αυτή την επιλογή;

ΜΚ: Ήθελα να πω την ιστορία ενός ανθρώπου. Πιστεύω ότι πολλές φορές το να παρακολουθείς την ζωή ενός ανθρώπου και τα πιο αντιπροσωπευτικά της γεγονότα, είναι ο καλύτερος τρόπος να διαχειριστείς τα δικά σου προβλήματα, τα δικά σου θέματα, τις δικές σου ανησυχίες. Και η ζωή του J.A.C.E. είναι πολύ ενδιαφέρουσα ζωή μ’ ένα βασικό στοιχείο: ότι είναι ένας άνθρωπος που του στερούν το δικαίωμα να έχει μια πατρίδα, του στερούν τη δυνατότητα να έχει μια οικογένεια, τον κατηγορούν ότι ευθύνεται αυτός για τον θάνατο του πατέρα του και την καταστροφή της οικογένειάς του, και, στην προσπάθειά του να επιβιώσει, διεκδικεί όλα αυτά να τα ξαναβρεί στην ζωή του. Για μένα είναι ένα εκπληκτικό παράδειγμα του τί μπορεί να κάνει σήμερα κανείς. Δηλαδή, κάθε μέρα αναρωτιέμαι τί μπορούμε να κάνουμε όταν τα κέντρα αποφάσεων είναι τόσο μακριά από μας και είμαστε τόσο ανίσχυροι απέναντί τους; Η ιστορία του J.a.c.e. δείχνει ότι δεν έχεις κανέναν άλλον τρόπο πλην του να στηριχθείς κατ’ αρχήν, στον εαυτό σου και στις δυνάμεις σου, έστω κι αν είναι πολύ λίγες αυτές, έστω κι αν η περίπτωσή σου μοιάζει εξ αρχής καταδικασμένη.


ΤοΚ: Σας είχε περάσει από το νου ότι αυτή η ιστορία θα μπορούσε να αφηγηθεί σε παραπάνω από μία ταινία, σε μια τριλογία για παράδειγμα;

ΜΚ: Όλες οι ταινίες μπορούν να γίνουν τριλογίες, μπορούν να γίνουν αποσπασματικά. Πιστεύω, όμως, ότι την ζωή του J.a.c.e. είναι καλύτερα να τη βλέπεις όλη μαζί μέχρι την ενηλικίωσή του, παρά να τη μοιράσεις σε κομμάτια γιατί θα χάσει σε αυτό. Είμαστε σε μια εποχή που πυροβολούμαστε από ιστορίες, από εικόνες. Φοβάμαι ότι θα έχανε στην συνέπεια. Θα μπορούσε, μεν, να γίνει και μια τριλογία, αλλά δε μου αρέσουν τα πράγματα που μένουν στη μέση, θέλω να δω τι θα γίνει μέχρι το τέλος. Πέραν τούτου, έχω και μία φιλοσοφία για τον ελληνικό κινηματογράφο. Πιστεύω ότι πρέπει να στηριχθούμε περισσότερο στις ιστορίες αλλά οι ιστορίες να είναι συναρπαστικές, περιπετειώδεις και να έχουν μέσα όλες τις περιπλοκές που πρέπει να έχει μια ιστορία, που τις έχει και η ίδια μας η ζωή. Στο J.a.c.e. ήθελα ό,τι μου έχει λείψει από το ελληνικό σινεμά να υπάρχει, δηλαδή, μια ιστορία με εξέλιξη, η οποία να δημιουργεί στο θεατή μια διαδραστική σχέση, να ταυτίζεται με αυτόν τον ήρωα, να ζει όλες του τις περιπέτειες και να καταλήγει κάπου. Εάν δεν καταλήξεις κάπου, τα πράγματα που μένουν στη μέση μ’ αφήνουν αμήχανο.


ΤοΚ: Θεωρείτε ότι ο ελληνικός κινηματογράφος είχε μια παθογένεια στις ιστορίες που έχει αφηγηθεί;

ΜΚ: Όχι, θεωρώ ότι ο ελληνικός κινηματογράφος «ψάχτηκε» πιο πολύ στυλιστικά κάποια στιγμή στα τέλη του 20ου αιώνα που ήταν φυσιολογικό. Τότε, τα ευρωπαϊκά και παγκόσμια ρεύματα έρχονταν και με μία καθυστέρηση στην Ελλάδα, όφειλε να «ψαχτεί» στυλιστικά, όλη η τέχνη «ψαχνόταν» στυλιστικά, και από εκεί και πέρα, για να επαναπροσδιορισθεί, πρέπει να βουτήξει βαθειά στις ιστορίες. Το J.a.c.e. αυτό προσπαθεί να κάνει. Η προτεραιότητα ήταν η ιστορία στην ταινία, όλα τα άλλα ήταν σε δεύτερη μοίρα.


ΤοΚ: Είναι ο J.a.c.e. ένας άπατρις;

ΜΚ: O J.a.c.e. είναι ένας Έλληνας που δεν του παραδέχεται κανείς ότι είναι Έλληνας. Δεν είναι ένας άπατρις. Άπατρις είναι κάποιος που δε δέχεται. Είναι κάποιος που λέει: «Εγώ δεν είμαι τίποτα». Ο J.a.c.e. είναι ένας Έλληνας, μεγαλώνει με το όνειρο ότι «είμαι Έλληνας και θα βρω την Ελλάδα» και κανείς δεν του το επιτρέπει. Είναι ένας άνθρωπος που του αφαιρούν την ταυτότητά του. Από την άλλη, αυτό έχει πολύ ενδιαφέρον, γιατί τί θα πει Έλληνας; Είναι μια παρεξηγημένη έννοια. Μπορεί να την χρησιμοποιήσει καθένας όπου θέλει. Στηριζόμαστε σε κάποιους προγόνους και διαγράφουμε ενδιάμεσα χρόνια, διαγράφουμε τις επιμιξίες που έχουν συμβεί στην φυλή. Η λέξη Έλληνας άλλες φορές περιέχει μια πλάνη, άλλες φορές περιέχει μια ψευδαίσθηση, και πολλοί λίγοι άνθρωποι καταλαβαίνουν ότι Έλληνας είσαι αυτό που είσαι τώρα και όχι αυτό που ήσουν ή θα ήθελες να είσαι.


ΤοΚ: Λαμβάνει ο J.a.c.e. έναν χαρακτήρα οικουμενικό;

ΜΚ: Ο J.a.c.e. βρίσκεται αντιμέτωπος με κάτι που συμβαίνει παντού σήμερα- ποτέ άλλοτε στην ιστορία της ανθρωπότητας οι λαοί δεν ήταν τόσο ενοποιημένοι πολιτισμικά, βλέπεις ότι τώρα υπάρχουν σταρ που έχουν μια παγκόσμια απήχηση ακόμα κι αν δε μιλάνε την γλώσσα των ανθρώπων που τους υιοθετούν, το ντύσιμο των ανθρώπων έχει ομογενοποιηθεί, οι ταινίες που παίζονται σε όλο τον κόσμο είναι περίπου ίδιες, οι μουσικές που ακούγονται είναι οι ίδιες, οι μάρκες που κυκλοφορούν είναι οι ίδιες. Ο J.a.c.e. λοιπόν, είναι ένας άνθρωπος που βρίσκεται ενώπιον του ότι δεν του παραδέχονται αυτή την εθνικότητα που του έλεγαν ότι έχει. Αλλά μέσα σε όλο αυτό το πράγμα, έτσι όπως μετακινείται ανάμεσα στις πατρίδες, είναι όντως ένα οικουμενικό μοντέλο. Δηλαδή, ένα από τα μεγάλα κοπλιμέντα που έχει ακούσει η ταινία στη διεθνή της πορεία είναι ότι θα μπορούσε να συμβαίνει οπουδήποτε. Δεν είναι μια ταινία με περιορισμένο, τοπικό ενδιαφέρον. Το J.a.c.e. δεν χρησιμοποιεί το φολκλορ, επίσης. Δηλαδή, είναι ένας άνθρωπος που θα μπορούσε να είναι σε οποιαδήποτε χώρα.


ΤοΚ: Τι εκφράζει η καταδίκη σιωπής στην οποία έχει περιέλθει ο J.a.c.e.;

ΜΚ: Εγώ διαφωνώ ότι ο J.a.c.e. είναι σιωπηλός. Ο J.a.c.e. μιλάει με χιλιάδες τρόπους και αυτή ήταν η μεγάλη δυσκολία του να βρούμε τον ηθοποιό που θα παίξει το ρόλο, γιατί έπρεπε να είναι ένας ηθοποιός που θα επινοεί τρόπους επικοινωνίας. Ο J.a.c.e. επικοινωνεί συνέχεια και απόδειξη αυτής της επικοινωνίας είναι οι άνθρωποι που μπαίνουν στην ζωή του, που τον διεκδικούν, τον προστατεύουν, τον κυνηγάνε, τον καταδιώκουν. Δηλαδή, είναι ένας άνθρωπος που με τον τρόπο που επικοινωνεί με τους άλλους προκαλεί το ενδιαφέρον, προκαλεί έντονα συναισθήματα. Απλώς, έχει πάρει έναν όρκο σιωπής απ’ τον πατέρα του, προσπαθεί να τον τηρήσει, αλλά κανείς δεν μπορεί να επιβιώσει παντελώς σιωπηλός. Από την άλλη, οι άνθρωποι που σιωπούν και ακούνε και μιλάνε λιγότερο, έχουν περισσότερες δυνατότητες να κατανοήσουν πιο βαθειά τι συμβαίνει, να βρουν τις λύσεις. Ο αγαπημένος μου ποιητής, ο Έζρα Πάουντ, μετά την καταδίκη του και την πλάνη του που βρέθηκε ανάμεσα σε φασίστες να υπερασπίζεται το φασιστικό όραμα του Μουσολίνι, και μετά την φυλάκισή του σε ένα υπαίθριο κελί που δεν είχε στέγη- είχε μόνο σύρματα γύρω γύρω- για δεκαετίες δεν ξαναμίλησε. Αυτές τις δεκαετίες που σιωπούσε είχε έναν τρόπο να συνεχίζει να γράφει τα ποιήματά του. Έχει κάνει μια από τις πιο εξαιρετικές περιγραφές της Ακρόπολης. Ένας άνθρωπος που δε μιλάει.


ΤοΚ: Πώς σχετίζεται η ιστορία του J.a.c.e. με αυτήν της σύγχρονης Ελλάδας;

ΜΚ: Ένας σπουδαίος κριτικός από την Θεσσαλονίκη, ο Τέλλος Φίλης, έγραψε ότι το J.a.c.e. είναι η ιστορία της Ελλάδας των τελευταίων τριάντα χρόνων. Οι ιστορίες λέγονται με διάφορους τρόπους. Με επίσημους, ανεπίσημους, μπλοφαριστικούς, προπαγανδιστικούς, με πάρα πολλούς τρόπους γράφεται η ιστορία. Ίσως ο πιο αξιόπιστος τρόπος να πεις μια ιστορία ενός τόπου και κυρίως να αντιμετωπίσεις τις πλάνες που βασανίζουν αυτόν τον τόπο και τα χιλιάδες προβλήματα που πρέπει οι άνθρωποί του να διαχειριστούν καθημερινά, είναι να πεις την ιστορία ενός ανθρώπου απ’ αυτό το μέρος. Αν θες να πεις την ιστορία της Ελλάδας, διαλέγεις την ιστορία ενός Έλληνα, και την ταλαιπωρία του να είσαι Έλληνας. Ο J.a.c.e. είναι μια τέτοια περίπτωση. Και χάρηκα πολύ όταν είδα αυτό το σχόλιο. Ότι, αν θες να δεις την ιστορία της Ελλάδας τα τελευταία τριάντα χρόνια, δες το J.a.c.e. Και υπάρχουν πράγματα που ακόμα δεν έχουν καθαρίσει μέσα μας, ούτε στις ιστορίες μας, όπως η δεκαετία του ’90, όπως οι αρχές του 21ου πρώτου αιώνα. Αυτά όλα έχουν γραφεί μέσα στην ιστορία του J.a.c.e.


ΤοΚ: Μπορείτε να μας μιλήσετε για τον παραλληλισμό που γίνεται στην ταινία, αυτόν του κεντρικού χαρακτήρα με τον ελέφαντα;

ΜΚ: Αν υπάρχει ένας παραλληλισμός, αυτός θα πρέπει να δουλεύει από πίσω. Σε πρώτο επίπεδο, είναι ένα παιδί που αρνείται να αποκαλύψει την ταυτότητά του, γιατί αυτός είναι ένας τρόπος αυτοπροστασίας. Κάποια στιγμή που χρειάζεται όνομα, διαλέγει το nickname ενός ζώου που αγαπάει στη δουλειά που δουλεύει, στο τσίρκο, και το όνομα αυτού του ζώου τυχαίνει να είναι τα αρχικά ενός συνδρόμου που και ο ήρωάς μας νιώθει να είναι μπλεγμένος μέσα σε αυτό αλλά και πολλοί άνθρωποι ταυτίζονται με αυτό το σύνδρομο, το Just Another Confused Elephant. Και ποιός από μας άραγε σε κάποια στιγμή της ζωής του δεν έχει νιώσει μπερδεμένος; Και ποιός δεν έχει παλέψει να τα βγάλει πέρα με αυτό το μπέρδεμα;


ΤοΚ: Μιλήστε μας για το J.a.c.e. ως παραγωγή.

ΜΚ: To J.a.c.e. ήταν μια ανεξάρτητη ταινία, μια ανεξάρτητη παραγωγή που γινόταν κάθε μέρα με απίστευτο καρδιοχτύπι, που έπρεπε συνέχεια να έχει ευελιξίες, να επινοεί οικονομικούς τρόπους, να κάνει εκπτώσεις, είναι μια ταινία που έχει γίνει με την αυτοθυσία και την χορηγία όλων των συντελεστών της, και των ηθοποιών της, και μέσα από φοβερές δυσκολίες και με φοβερές εκπτώσεις και με φοβερούς συμβιβασμούς.


ΤοΚ: Κρίνοντας ότι το J.a.c.e. δίνει την εντύπωση μιας στιβαρούς παραγωγής, μπορεί ο ελληνικός κινηματογράφος να υποστηρίζει σε αυτό το επίπεδο τέτοιες παραγωγές;

ΜΚ: Αν μοιάζει αυτή η παραγωγή έτσι και έχει γίνει με αυτό τον τρόπο, είναι ακόμη πιο σημαντικό κατόρθωμα. Για μένα, ο ελληνικός κινηματογράφος πρέπει να διεκδικεί λίγο πιο στιβαρές παραγωγές. Γιατί αλλιώς, ούτε μια ιστορία γίνεται πιστευτή, ούτε μια ταινία αποκτά υπόσταση, ούτε μπορεί να έχει κι ένα μέλλον. Δηλαδή, δεν γίνεται να κάνουμε σινεμά στην Ελλάδα εκμεταλλευόμενοι τη δωρεάν προσφορά κάποιων ανθρώπων, δεν γίνεται να κάνουμε σινεμά στην Ελλάδα αφήνοντας τους συμβιβασμούς και τις εκπτώσεις να είναι εις βάρος του αποτελέσματος. Οφείλει, δηλαδή, όχι μόνο ο κινηματογράφος, αλλά οτιδήποτε στην Ελλάδα, να έχει μια πιο στιβαρή υπόσταση, γιατί αλλιώς δεν θα έχει και λόγο ύπαρξης.


ΤοΚ: Η ταινία χαίρει ενός εξαιρετικού soundtrack, που μάλιστα συμβάλλει δυναμικά στην προώθηση της ταινίας. Θα μας μιλήσετε για την συνεργασία σας με την Ελευθερία Αρβανιτάκη;

ΜΚ: Η Ελευθερία είναι μια τραγουδίστρια που αγαπώ από πάρα πολύ μικρός. Είμαι πολύ ερωτευμένος μαζί της από πολύ μικρός που την έβλεπα να τραγουδάει με την Οπισθοδρομική Κομπανία. Είχα την τύχη να τραγουδήσει και στο Rom και στο Black Out και στο J.a.c.e. Δεν της λείπουν τραγούδια ώστε να ψάχνει κι άλλα. Ο λόγος που «μπερδεύτηκε» σε αυτά είναι, πρώτον, γιατί αγαπάει το σινεμά και, δεύτερον, γιατί θέλει να υποστηρίξει τους δημιουργούς που η ίδια πιστεύει. Γι’ αυτό, κιόλας, η συμμετοχή της βοηθάει μια ελληνική ταινία να διαφημιστεί όταν είναι τόσο περιορισμένα τα budgets των ελληνικών ταινιών. Άρα, η συνεισφορά της Ελευθερίας είναι, κατ’ αρχήν, καλλιτεχνική, γιατί πιστεύω ότι έχει έναν απόλυτα κινηματογραφικό τρόπο να τραγουδάει και έναν αφηγηματικό τρόπο να τραγουδάει, γιατί η ίδια ανέλαβε να στήσει αυτό το τραγούδι βλέποντας την ταινία, άρα μπήκε και μέσα στην ιστορία. Φαίνεται άλλωστε και από τους στίχους που έγραψε η Λήδα Ρουμάνη. Και, υπάρχει και ένα γενικότερο όφελος, γιατί η παρουσία της Ελευθερίας δίνει μια παραπάνω ώθηση σε μια ταινία να φτάσει στους θεατές. Και αυτό είναι πάρα πολύ σοβαρό.


ΤοΚ: Τελικά, «πού πάει η μουσική όταν δεν την ακούμε πια;»

ΜΚ: Πάει σε οποιαδήποτε κρυψώνα υπάρχει, να ανακαλύψει τις κρυψώνες που κρύβεται η μουσική. Η μουσική και οι ιστορίες που μπορούν να κάνουν τα κυριακάτικα απογεύματά μας να μην είναι δύσκολα, να έχουν λιγότερη θλίψη. Συνήθως, τις Κυριακές οι άνθρωποι προσπαθούν να περάσουν καλά. Το πιο σύνηθες είναι, ή να μην κάνουν τίποτα, ή η βδομάδα που πέρασε ή η βδομάδα που θά ρθει να τους βαραίνουν ακόμα πιο πολύ. Η εκπομπή αυτή, η οποία είναι μια εκπομπή 25 χρόνων, μου έδωσε τη δυνατότητα να αντιμετωπίσω κατ’ αρχήν τη δυσκολία των δικών μου κυριακάτικων απογευμάτων, κάποιων ακροατών που αγαπούν την εκπομπή, και κυρίως μου έδωσε τη δυνατότητα να κάνω τις ταινίες που δεν έχω προλάβει να κάνω, να τις κάνω τουλάχιστον ραδιοφωνικά. Η μουσική, λοιπόν, δεν χρειάζεται να πάει κάπου συγκεκριμένα, γιατί υπάρχει μέσα μας, παραμονεύει, και με την παραμικρή ευκαιρία, όταν είμαστε στο ντους, όταν είμαστε κάπου, σκάει μύτη και μας κυριεύει πάλι.


ΤοΚ: Αυτό το ερώτημα όμως κρύβει μια μελαγχολία; Ότι η μουσική, ως εκφράστρια μιας ιστορίας, της συλλογικής μνήμης μας θα έλεγα, χάνεται μαζί με ένα κομμάτι μας, όταν δεν την ακούμε πια;

ΜΚ: Για μένα εκφράζει το αντίθετο. Εκφράζει μία λύσσα που έχει ο άνθρωπος να ψάχνει να βρει την άκρη. Να βρει πού πάει η μουσική όταν δεν την ακούμε πια, να βρει πού πάνε τα αισθήματα που χάνουμε, να βρει πού πάνε οι άνθρωποι που δεν είναι πια μαζί μας. Νομίζω το μεγαλύτερο ανθρώπινο προτέρημα είναι ότι δεν παραιτείται και ψάχνει να βρει την άκρη. Άρα, αυτός ο τίτλος είναι και πονηρά διαλεγμένος με την έννοια ότι μπορεί να διαρκέσει, γιατί στην ουσία ποτέ δεν θα βρεις μία απάντηση, αλλά το σύνολο των απαντήσεων σε αυτή την ερώτηση μπορεί να δημιουργεί έναν κόσμο που είναι πολύ ωραία να ζεις μαζί του τα κυριακάτικα απογεύματα, είτε το φτιάχνεις είτε τ’ ακούς.


ΤοΚ: Κλείνοντας, τί έχουμε να αναμένουμε στο μέλλον από το Μ. Καραμαγγιώλη;

ΜΚ: Ελπίζω μια καινούρια ταινία. Με θέμα αυτήν την φορά τί μπορεί στην Αθήνα σήμερα, ποιος κόσμος της Αθήνας μπορεί να δώσει τη λύση σε αυτό το αδιέξοδο που νιώθουμε ότι βρισκόμαστε.