Ημερολογιακό Αρχείο
< May 2024 >
Mon Tue Wed Thu Fri Sat Sun
    1 2 3 4 5
6 7 8 9 10 11 12
13 14 15 16 17 18 19
20 21 22 23 24 25 26
27 28 29 30 31    

Σκηνοθεσία: Jean Marc Vallee, Σενάριο: Jean Marc Vallee,  Φωτογραφία: Pieree Cotereau, Πρωταγωνιστούν: Vanessa Paradis, Kevin Parent, Helene Florent , Διάρκεια: 120', Διανομή: SEVEN

Ο Αντουάν είναι ένας πολύ πετυχημένος DJ στο Μοντρεάλ. Τα έχει όλα. Μια όμορφη σύντροφο με την οποία είναι τρελά ερωτευμένος, δύο κόρες, ένα υπέροχο σπίτι. Η Ζακλίν, από την άλλη, το μόνο που έχει είναι το παιδί της που πάσχει από Σύνδρομο Down. Ο άντρας της την εγκατέλειψε μόλις γεννήθηκε ο γιος τους, μια πολύ μέτρια δουλειά και ελάχιστα χρήματα.  Δύο ιστορίες διαφορετικά τοποθετημένες στον χρόνο. Η πρώτη στη σύγχρονη εποχή και η δεύτερη στις αρχές του '70. Ο Αντουάν, σχετικά πρόσφατα χωρισμένος ήταν παντρεμένος με τον εφηβικό του έρωτα, την Καρόλ η οποία δεν έχει καταφέρει ακόμη να ξεπεράσει το χωρισμό τους. Η  Ζακλίν από την άλλη, θέτει ως στόχο της ζωής της να μεγαλώσει όσο πιο φυσιολογικά γίνεται τον Λωράν, παραμερίζοντας κάθε τι άλλο. Οι ιστορίες εξελίσσονται εντελώς ανεξάρτητα μέχρι που στον πόνο του χωρισμού της, η Καρόλ αρχίζει να συνδέεται με τη μητέρα και το αυτιστικό παιδί της με τρόπο μεταφυσικό. Βιώνει στιγμές της τους μέχρι που...

Ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον θέμα που το χειρίζεται σκηνοθετικά με περισσή μαεστρία ο Βαλέε. Πολύ δυνατός ρυθμός, νευρικό μοντάζ που εκτινάσσει αισθητικά την ταινία. Ατμοσφαιρική φωτογραφία μα πάνω από όλα μουσική. Ο συνδετικός κρίκος των πάντων είναι η μουσική. Σε όλα σχεδόν τα πλάνα υπάρχει μουσική. Είτε με την μορφή υπόκρουσης, είτε με την ύπαρξη σε κάποιο σημείο του πλάνου μηχανημάτων αναπαραγωγής ήχου. Από μπροστά μας περνούν επαγγελματικά ηχητικά συστήματα, τεπάζ καθώς κι εκείνα τα υπέροχα ραδιόφωνα της δεκαετίας του '60 που συντρόφευαν τους κατόχους τους όχι μόνο με τη μουσική τους αλλά και την υπέροχη σχεδιαστική αισθητική τους η οποία λείπει παντελώς από τις μέρες μας. 'Οσο για τη μουσική υπόκρουση καθεαυτή, μια καλά μελετημένη συλλογή προϋπαρχόντων επιλογών που
ντύνουν ιδανικά τις εικόνες. Οι ερμηνείες αρκετά καλές και μια πολύ ενδιαφέρουσα επιστροφή της Παραντί, ώριμη πια γυναίκα. Μια παρουσία εντελώς διαφορετική από εμάς που την είχαμε γνωρίσει όταν πρωτοπαρουσιάστηκε στη μουσική σκηνή με την αρκετά ιδιαίτερη φωνή της κάπου στις αρχές του '90. Αδύνατο σημείο της ταινίας το σενάριο. Οι ιστορίες συνδέονται μεταξύ τους αποσπασματικά, ενώ τα συνεχή φλάσμπακ κουράζουν το θεατή και, ως ένα σημείο, μπερδεύουν, χωρίς να επιτρέπουν στην εξέλιξη να ανασάνει με κάποιο κρεσέντο. Μόνο σε πολύ προχωρημένο στάδιο της ταινίας ο θεατής αρχίζει να βάζει σε τάξη τα συνεχή πίσω μπρος και τις, κατά τα άλλα, ασύνδετες ιστορίες. Αξίζει να σημειωθεί ότι η αναφορά στο παιδί με Σύνδρομο Down δε γίνεται για να προκαλέσει συναισθηματικά το θεατή, ούτε για να το θίξει ως θέμα κοινωνικής ευαισθητοποίησης. Μια ούτως ει άλλως πολύ ενδιαφέrουσα δουλειά με άποψη.

Π. Μακ.

 

 

Σκηνοθεσία: Μπάμπης Μακρίδης, Σενάριο: Μπάμπης Μακρίδης, Ευθύμης Φιλίππου, Μουσική: Coti K, Φωτογραφία: Θύμιος Μπακατάκης, Πρωταγωνιστούν: Άρης Σερβετάλης, Μάκης Παπαδημητρίου, Ελευθέριος Ματθαίου, Νότα Τσερνιάφσκυ, Γιάννης Μποσταντζόγλου, Διάρκεια: 87', Διανομή: Feelgood.

Πρωταγωνιστής της ταινίας είναι ένας σαραντάρης ο οποίος ζει μέσα στο αυτοκίνητό του. Εκεί είναι το σπίτι του εκεί και ο χώρος εργασίας του. Εκεί συναντά την οικογένειά του, εκεί μέσα ψυχαγωγείται. Βιοπορίζεται φέρνοντας μέλι, το καλύτερο, μέλι, σε έναν πελάτη του. Μετά από κάποιο συμβάν, αποτυγχάνει να είναι συνεπής σε μια παράδοση με αποτέλεσμα να χάσει τον πελάτη. Το γεγονός αυτό τον ταράζει συθέμελα κι επακολούθωςαλλάζει άρδην τον τρόπο ζωής και τα πιστεύω του.
Μέσα από μια προσχηματική υπόθεση το σενάριο των Μακρίδη και Φιλίππου κυριολεκτικά αποδομεί τους θεμελιώθεις θεσμούς της σύγχρονης κοινωνίας. Την οικογένεια, την εργασία, ως μέσο βιοπορισμού, το λόγο ως μέσο επικοινωνίας. Ακόμη και αυτή η τέχνη αποδομείται μέσω μιας παραμορφωμένης ερμηνείας της σονάτας "Υπό το Σεληνόφως" του Μπετόβεν. Για τη δε λογική, ούτε λόγος να γίνεται. Αυτή πέφτει τραγικό θύμα των προθέσεων του σκηνοθέτη. Σαν τα τροχαία ατυχήματα που συμβαίνουν κατά τη διάρκεια του φιλμ. Μια ιδιαίτερα αλλόκοτη ταινία, με flat ερμηνείες. Δηλαδή ανύπαρκτες. Η φωτογραφία είναι εντελώς διεκπεραιωτική, ενώ η μουσική αποτελείται από δυο-τρία τραγούδια a capela με στίχους που θυμίζουν διαλόγους από θέατρο του παραλόγου. Τα πλάνα στατικά. Παρακολουθώντας την ταινία θυμήθηκα άλλη μια που είχε επίσης μόνο στατικά πλάνα. Τον Μπάρρυ Λύντον του Στάνλεϋ Κιούμπρικ. Θα μου πείτε τι σχέση έχει ο φάντης με το ρετσινόλαδο και θα έχετε δίκηο. Το παρήγορο και αυτό που σώζει κάπως τον σκηνοθέτη είναι ότι προφανέστατα ούτε ο ίδιος δεν παίρνει στα σοβαρά την ταινία του. Για να καταλάβετε μέχρι και χορικό των μηχανόβιων υπάρχει μέσα! Και μάλιστα της σχολής Ροντήρη, με το πομπώδες, επικό ύφος. Στα θετικά της, το μόνο δηλαδή, η αρκετά ολοκληρωμένη  αισθητική των κάδρων. Σίγουρα θα θέλαμε να δούμε μια ταινία πιο ώριμη, κατασταλαγμένη και που εν πάσει περιπτώσει να φαίνεται ότι ο δημιουργός της την παίρνει στα σοβαρά και δεν το κάνει μόνο για να δώσει ένα θέμα συζήτησης στις παρέες των σινεφίλ που θα έχουν την τύχη (sic)  να την παρακολουθήσουν. Το βέβαιο είναι ότι σίγουρα ο Μακρίδης έχει πράγματα να πει κι αυτό είναι θετικό. Ο ελληνικός κινηματογράφος έχει ανάγκη από νέο αίμα που θα του δώσει ώθηση και κυρίως που να καταφέρει να πλησιάσει το κοινό. Θα πρέπει όμως να βρεθεί ο κατάλληλος κώδικας επικοινωνίας. Δυστυχώς στην προκειμένη περίπτωση αυτό δεν επετεύχθη.

Π. Μακ.

 

 

Σκηνοθεσία: Steve McQueen, Σενάριο: Abi Morgan, Steve McQueen, Μουσική: Harry Escott, Φωτογραφία: Sean Bobbitt, Πρωταγωνιστούν:Michael Fassbender Carey Mulligan, James Badge Dale, Διάρκεια:101'

Ο πρωταγωνιστής της ταινίας (Μπράντον), πλησιάζει τα σαράντα. Έχει μια αρκετά καλή δουλειά σε εταιρεία και όντας αρκετά εμφανίσιμος δεν έχει πρόβλημα στις γνωριμίες του με το άλλο φύλο. Έχει όμως ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα. Νιώθει μόνος. Είναι εντελώς κλεισμένος στον
εαυτό του και παρ' όλο που η φυσική του κατάσταση δεν του είναι εμπόδιο, είναι παντελώς ανίκανος να δημιουργήσει σχέση και να επικοινωνήσει  με το αντίθετο φύλο. Η καθημερινότητά του είναι μια αδιάκοπη προσπάθεια να πληρώσει την ακόρεστη του διάθεση για σεξ. Σεξ πληρωμένο, περιστασιακό, απαγορευμένο, ακόμη και με το ίδιο φύλο. Η μοναδική του απόπειρα για μια πιο ουσιαστική γνωριμία με μια συνάδελφό του καταλήγει στο να μην μπορεί να νιώσει διέγερση. Στην απόλυτη μοναξιά του προστίθεται και η αρκετά προβληματική αδελφή του και άρτι χωρισμένη και πληγωμένη. Τα δύο αδέλφια είναι ανίκανα να βρουν σημείο προσέγγισης. Αυτή κραυγάζει απεγνωσμένα για στήριξη. Αυτός είναι ανίκανος μέσα στην απόλυτη απομόνωσή του να "τείνει ευήκοον ους" στις ικεσίες της για συμπαράσταση. Το αποτέλεσμα άλλη μια αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας.
Η νέα ταινία του Στηβ Μακουίν δίνει τη δυνατότητα στον Φάσμπεντερ να ξεδιπλώσει τον καμβά των εξαιρετικών ερμηνευτικών του δυνατοτήτων σε ένα ρόλο καθαρά εσωτερικό αλλά και πολυδιάστατο ταυτόχρονα. Πολύ καλή δίπλα του και η Μάλλιγκαν δεν μπαίνει ούτε λεπτό υπό την σκιά του συμπρωταγωνιστή της. Αξέχαστη η σκηνή που τραγουδά το New York. Η κάμερα, ακίνητη χαϊδεύει σχεδόν ερωτικά το πρόσωπό της κλέβοντας την παραμικρή της ανάσα και την κάθε της έκφραση. Φωτογραφία πραγματικά αξιομνημόνευτη συμπληρώνει τον προβληματικό πρωταγωνιστή, ενώ η μουσική υποδειγματικά ολοκληρώνει την πάρα πολύ καλή ταινία. Μοναδικός αδύνατος κρίκος το μάλλον ανεπαρκές σενάριο το οποίο αφήνει πολλά κενά με το πριν της ζωής των πρωταγωνιστών και οπωσδήποτε τα γιατί. Το ερωτικό θέμα της στέρησε άδικα από τον Φάσμπεντερ μια υποψηφιότητα για το χρυσό αγαλματάκι και-γιατί όχι-και από τον σκηνοθέτη της.

Π. Μακ.

 

Σκηνοθεσία: Martin Scorsese, Σενάριο:John Logan, Μουσική: Robert Richardson, Φωτογραφία: Howard Shore, Πρωταγωνιστούν: Ben Kingsley, Sacha Baron Cohen, Asa Butterfield, Chloe Grace Moretz, Διάρκεια: 126', Διανομή: UIP

Στο Παρίσι του 1930, ένα δωδεκάχρονο αγόρι, ο Χιούγκο Καμπρέ, ζει με τον χήρο πατέρα του που εργάζεται ως ωρολογοποιός και είναι μεγάλος θαυμαστής των ταινιών του Μελιές. Μετά τον τραγικό θάνατο του πατέρα, ο θείος του Χιούγκο, ένας αλκοολικός επισκευαστής ρολογιών  αναλαμβάνει προσωρινά την κηδεμονία του μικρού αγοριού και προτού εξαφανιστεί, του μαθαίνει να ασχολείται με τη συντήρηση των ρολογιών. Ο Χιούγκο ζει περιθωριακά στον σιδηροδρομικό σταθμό και καταπιάνεται με την επισκευή ενός παλιού ρομπότ που είχε ανακαλύψει στο μουσείο το οποίο εργαζόταν,  ο πατέρας του. Προς επίτευξη αυτού του διακαούς πόθου θα έρθει  σε σύγκρουση με τον Ζωρζ, τον ιδιοκτήτη ενός παιγνιδοπωλείου του σταθμού, βρίσκοντας ανέλπιστα ως σύμμαχο το κορίτσι που μεγαλώνει ο Ζωρζ, την Ισαμπέλ. Μαζί, θα λύσουν το μυστήριο που κρύβεται πίσω από το χαλασμένο ρομπότ και την πραγματική «ταυτότητα» του κ. Ζωρζ, κάνοντας ένα μαγευτικό ταξίδι στα πρώτα βήματα του κινηματογράφου.

Το «Hugo», που αποτελεί την πρώτη ταινία  του σπουδαίου Μάρτιν Σκορτσέζε γυρισμένη με την τεχνική του 3d, εστιάζει σε μια σπουδαία προσωπικότητα της 7ης τέχνης, τον πρωτοπόρο Ζωρζ Μελιές. Αυτό που την κάνει εκ πρώτης όψεως ξεχωριστή, όμως, είναι ότι δεν αποτελεί μια κλασική, γραμμική, βιογραφική ταινία. Αντιθέτως, η ταινία επικεντρώνεται στην άσημη εποχή του Μελιές μέσα από την τραγική ιστορία ενός δωδεκάχρονου αγοριού. Και αρχής γενομένης από αυτό το σπουδαίο αφηγηματικό εύρημα, ο Σκορτσέζε σκηνοθετεί μια εξόχως πολυεπίπεδη
ταινία: η προσωπική οδύσσεια ενός μικρού αγοριού διεισδύει στα έργα και τις ημέρες του Ζορζ Μελιές και με φόντο το μαγευτικό Παρίσι του ’30 ταξιδεύουμε δεκαετίες πίσω για να δούμε την άφιξη του τρένου των αδερφών Λυμιέρ που μαζί του έφερε και το θαυμαστό κόσμο της έβδομης
τέχνης. Αναφορικά με τον Σκορτσέζε, οι περίτεχνες γωνίες λήψης του και τα υπέροχα καδραρίσματα με κάνουν να θεωρώ το Hugo ένα σημείο αναφοράς της καριέρας του. Και τούτο, διότι όχι μόνο  αποτελεί την πρώτη του ταινία σε 3d και, ειρήσθω εν παρόδω, την καλύτερη που έχει γυριστεί μέχρι στιγμής με την συγκεκριμένη τεχνολογία για να συμφωνήσουμε με τον Τζέιμς Κάμερον, αλλά και επειδή ο Σκορτσέζε κατορθώνει να μας μαγέψει για πρώτη φορά απουσία της βίας, στοιχείο στο οποίο οι σκηνοθετικές του ικανότητες είναι εγνωσμένης αξίας.

Κλείνοντας, το Hugo καταφέρνει μέσα σε δύο ώρες να μας θυμίσει γιατί αγαπήσαμε τόσο τον κινηματογράφο και συνάμα να μας υποσχεθεί ότι το «τρένο» του κινηματογράφου θα συνεχίζει να μας ταξιδεύει με αξιώσεις και στον 21ο αιώνα.

Π. Ταγκ.

 

Σκηνοθεσία: James Watkins, Σενάριο: Jane Goldman, βασισμένο στο μυθιστόρημα της Susan Hill, Μουσική: Marco Beltrami, Φωτογραφία: Tim Maurice-Jones, Πρωταγωνιστούν: Daniel Radcliffe, Janet McTeer, Ciaran Hinds. Διάρκεια: 95’

Η ταινία ακολουθεί τον Αρθουρ Κιπς, νεαρό δικηγόρο που αναγκάζεται λόγω οικονομικών δυσκολιών να αφήσει τον τρίχρονο γιο του στο Λονδίνο, προκειμένου να ταξιδέψει στο μακρινό χωριό Κράιθιν Γκίφορντ για να διευθετήσει τις κληρονομικές εκκρεμότητες της έπαυλης της προσφάτως αποθανούσης ΄Αλις Ντράμπλοου. Φθάνοντας στο χωριό, ο ΄Αρθουρ εισπράττει την αρνητική υποδοχή των ντόπιων κατοίκων και συνειδητοποιεί ότι το Κράιθιν Γκίφορντ έχει βυθιστεί στο πένθος απ’ τους αλλεπάλληλους και αδόκητους θάνατους παιδιών του χωριού. Καθώς διανυκτερεύει στην έπαυλη της Ντράμπλοου, ο ΄Αρθουρ ακούει τις κραυγές ενός αγοριού που πνίγεται και βλέπει σωρούς παιδιών που τριγυρνούν στα έλη. Ο ΄Αρθουρ πασχίζει να συνδέσει τα «οράματά» του με τα τραγικά συμβάντα του χωριού και δίχως να υπολογίζει τις συνέπειες, επιχειρεί να λυτρώσει το Κράιθιν Γκίφορντ από την τραγική του μοίρα.

Από το πρώτο κιόλας πλάνο της ταινίας προϊδεαζόμαστε για αυτό που πρόκειται να ακολουθήσει: μια ταινία τρόμου δίχως εξάρσεις και υπερβολές που με την ατμόσφαιρά της κρατά το ενδιαφέρον του θεατή. Κατ’ αρχάς, να επισημάνουμε το ατού της ταινίας: η άψογη φωτογραφία. Σε συνδυασμό με το πολύ καλό ρεπεράζ, δηλαδή την επιλογή των τοπίων και των  χώρων του ΄Εσσεξ και του Μπάκινχαμσαιρ όπου κινηματογραφήθηκε η ταινία, δομείται μια γοτθική ατμόσφαιρα που υποβάλλει το θεατή στην ατμόσφαιρα της αφήγησης. Αναφορικά με το σενάριο, παρότι εδράζεται σε μια ιδέα τετριμμένη στο πεδίο αυτών των ταινιών, είναι καλά δουλεμένο και δεν κάνει «κοιλιά» σε κανένα σημείο του ούτε «ξεχειλώνει» στο φινάλε, παγίδα στην οποία υποπίπτουν πάμπολλες ταινίες του είδους. Μάλιστα, χαριν στην σκηνοθετική αρτιότητα και τα τεχνάσματα του Τζέιμς Γουότκινς, ο θεατής συμμετέχει σε ένα γερό παιχνίδι νεύρων. Ιδιαίτερη μνεία οφείλουμε να κάνουμε στον «κράχτη» της ταινίας, τον διάσημο Ντάνιελ Ράντκλιφ. Δίχως να επιχειρώ να προεξοφλήσω αν ο νεαρός ηθοποιός θα καταφέρει να ξεφύγει στην συνείδηση των θεατών από την σκιά του Χάρι Πότερ, φρονώ πως στην εν λόγω ταινία κατέβαλλε αξιότιμες προσπάθειες προκειμένου να παίξει «δίχως το ραβδί του»  το ρόλο του ΄Αρθουρ Κιπς.

Σίγουρα, ότι αν μη τι άλλο «Η γυναίκα με τα μαύρα» σέβεται τον θεατή (σε αντίθεση με πολλές άλλες ταινίες του είδους) που σε περίοδο κρίσης θα πληρώσει το εισιτήριό του για να δει μια καλογυρισμένη και ατμοσφαιρική ταινία τρόμου.

Π.Ταγκ.

 
More Articles...