Ημερολογιακό Αρχείο
< May 2024 >
Mon Tue Wed Thu Fri Sat Sun
    1 2 3 4 5
6 7 8 9 10 11 12
13 14 15 16 17 18 19
20 21 22 23 24 25 26
27 28 29 30 31    

Σκηνοθεσία: Gustavo Taretto, Σενάριο: Gustavo Taretto, Μουσική: Gabriel Chwojnik, Φωτογραφία: Leandro Martinez, Πρωταγωνιστούν: Javier Drolas, Pilar Lopez de Ayala, Ins Efron, Διάρκεια: 95', Διανομή: ΜΙΚΡΟΚΟΣΜΟΣ

Μέσα στο αστικό τοπίο και την καθημερινότητα του Μπουένος Άιρες, η ταινία ακολουθεί δύο νέους ανθρώπους κοντά στα τριάντα, το Μαρτίν και τη Μαριάννα. Δεν έχουν γνωριστεί ποτέ κι όμως πολλά τα κοινά που τους ενώνουν. Μένουν στο ίδιο οικοδομικό τετράγωνο, διασταυρώνονται, ψωνίζουν από τα ίδια μαγαζιά, κολυμπούν στην ίδια πισίνα . Το πλέον κοινό χαρακτηριστικό τους, όμως, είναι η απομόνωσή τους, ο εγκλεισμός τους ανάμεσα στους τέσσερις τοίχους, μπροστά από μια οθόνη υπολογιστή. Και οι δύο έχοντας βγει από δύο αποτυχημένες σχέσεις, αδυνατούν να βρουν τον κατάλληλο ερωτικό σύντροφο. Καθώς η απελπισία τους διαδέχεται μικρές σπίθες ελπίδας, οι δρόμοι τους «παλεύουν» για να συναντηθούν μέσα στις τόσες πολλές συμπτώσεις μιας μεγαλούπολης.

Η ταινία μας κεντρίζει αρχής εξαρχής με την εισαγωγική σεκάνς της. Διάφορες απόψεις της σύγχρονης πόλης του Μπουένος  Άιρες, η διαδοχή των εποχών, οι κλειστοί ορίζοντες, ενίοτε ο μαρασμός και μια ατμόσφαιρα που την περιτριγυρίζει σα να απαγγέλει πως «καταντά το αύριο σαν αύριο να μη μοιάζει». Εντελώς αυθόρμητα ο νους μου πήγε στην τελική σεκάνς από την «Κραυγή» του Αντονιόνι. Η αποδόμηση του αστικού τοπίου. Και εκεί κάπου ανάμεσα στον όχλο, δύο νέοι άνθρωποι καταρρέοντες από τη μοναξιά και τη μονοτονία. Ο φακός φαντάζει να τους αφουγκράζεται, να ακολουθεί τα χνώτα τους, ασθμαίνων, καταγράφοντας με ανήσυχα κοψίματα μια παράλληλη αφήγηση. Μια ταινία δοκιμιακή, σχεδόν ποιητική, δίχως αισθητικές εμμονές που με αξιοπρόσεκτη λιτότητα σφυγμομετρεί την αγωνία του σύγχρονου ανθρώπου για συντροφιά μέσα στην ψηφιακή εποχή της απρόσωπης μεγαλούπολης. Ξεχωρίζει για τα μεστά κινηματογραφικά της μέσα, το ρεαλισμό της καθημερινότητας με τον οποίο επιλέγει να προσεγγίσει τις καταστάσεις και μάλιστα απουσία ενός τόνου υπερδραματικού. Κυρίως, όμως, για την άποψή της πως μέσα απ’ τη μιζέρια ξεπηδά η ελπίδα κι είναι στο χέρι των πρωταγωνιστών να την ξεδιαλύνουν.

Π. Ταγκ.

 

 

Σκηνοθεσία: Marc Webb, Σενάριο: James Vanderbilt, Alvin Sargent, Μουσική: James Horner, Φωτογραφία: John Schwartzman, Πρωταγωνιστούν: Andrew Garfield, Emma Stone, Rhys Ifans, Διάρκεια: 136', Διανομή: Feelgood Entertainment

Ο Πίτερ έχει μείνει ορφανός και από τους δύο του γονείς και μεγαλώνει μαζί με το θείο και την θεία του. Εσωστρεφής και αρκετά οξυδερκής, προσπαθεί να ξεδιαλύνει το μυστήριο της πρόωρης φυγής των γονιών του, ενώ παράλληλα ποθεί την πανέμορφη συμμαθήτριά του Γκουέν. Καθώς ανακαλύπτει έναν παλιό χαρτοφύλακα, ενθύμιο του πατέρα του, θα οδηγηθεί στον επιστήμονα Δρ. Κέρτις Κόννορ, άλλοτε πιστό συνεργάτη του πατέρα του. Μαθαίνοντας τα αντισυμβατικά και φιλόδοξα επιστημονικά τους  σχέδια, θα εμπλακεί στο μυστικό της γενετικά τροποποιημένης αράχνης και εξ αιτίας ενός «ατυχήματος» θα αποκτήσει τις υπερφυσικές δυνατότητες του Spider Man. Στο εξής, θα γίνει πρωταγωνιστής μιας αδυσώπητης μάχης με τον Κόνορς, που μεταμορφώνεται στη μοχθηρή και εκδικητική Σαύρα.

«΄Εχουν περάσει χρόνοι δέκα», που λέει και το τραγούδι, από την κυκλοφορία της πρώτης ταινίας Spiderman και η σύγκριση γίνεται αναπόφευκτη. Με την τεχνολογία στα οπτικοακουστικά μέσα σαφώς πιο ανεπτυγμένη, το «Amazing Spiderman» είναι εντυπωσιακό στην παραγωγή του, στα ειδικά εφέ των σκηνών δράσης, καθώς και στην «κρυστάλλινη» φωτογραφία, και αναμφίβολα δεν έχει κάτι να ζηλέψει από την αρχική ταινία. Ίσως  ο ΄Αντριου Γκάρφιλντ να μην μπορεί να συναγωνιστεί την «στόφα» του Τόμπι Μαγκουάιρ, όμως η ομορφιά της σαφώς ανώτερης από την Κίρστεν Ντανστ, ΄Εμμα Στόουν το αντισταθμίζει. Στα θετικά της αφήγησης καταγράφεται ότι σμιλεύει με υπομονή το ποιόν των χαρακτήρων προτού περάσει στην κυρίως δράση. Στον αντίποδα, θα λέγαμε ότι τα 136 λεπτά της ταινίας είναι υπερβολικά με τη δυναμική του μύθου να εξαντλείται σχετικά σύντομα. Επίσης, η τεχνική του 3d είναι άξια αναφοράς μόνο για τις λίγες, κλασικές πλέον, εντυπωσιακές πτήσεις του spiderman στα κτήρια της πόλης.
Συνοψίζοντας, η ταινία δεν ξεφεύγει από τα κλισέ μιας αμερικάνικης εμπορικής ταινίας, αναμφίβολα όμως θα αποζημιώσει με μια φρέσκια εκδοχή του Spiderman, τους λάτρεις του ήρωα της DC.

Π. Ταγκ.

 

Λίγα λόγια για τις ταινίες…

Προς τιμήν του Έλληνα σκηνοθέτη και δημιουργού, Θόδωρου Αγγελόπουλου (1935-2012) κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης ονοματοδοσίας του θερινού κινηματογράφου της Περιφέρειας Αττικής, Ciné Αττικόν – Θόδωρος Αγγελόπουλος, θα προβληθεί η ταινία του Το βλέμμα του Οδυσσέα (1995). Η συγκεκριμένη ταινία, ενδεικτική του ρόλου και της σημασίας που διαδραματίζει η αναπαράσταση της ιστορίας στο κινηματογραφικό του έργο, απέσπασε και το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής στις Κάννες το 1995.
Στην ταινία, ο Ελληνοαμερικάνος σκηνοθέτης Α. αναζητά απεγνωσμένα τρεις μπομπίνες ανεμφάνιστου φιλμ των Αδελφών Μανάκη, στις οποίες έχει καταγραφεί το πρώτο βλέμμα στα Βαλκάνια. Η αναζήτησή του αυτή γίνεται όμως συγχρόνως και η αναζήτηση του Α. (του Αγγελόπουλου, κατ’ επέκταση), ενός βλέμματος που ψάχνει έναν καινούργιο τρόπο θέασης του κόσμου.

Στο πλαίσιο του κινηματογραφικού αφιερώματος Κοινωνία σε Κρίση, θα προβληθούν 6 ταινίες μυθοπλασίας, ξένων και Ελλήνων δημιουργών, ξεκινώντας από το 1940 και φθάνοντας στο 2011. Ανάμεσά τους, και δύο κλασσικές ταινίες που έχουν να προβληθούν χρόνια στις κινηματογραφικές αίθουσες: Τα σταφύλια της οργής και το Σκιές και σιωπή, οι οποίες μάλιστα θα προβληθούν στην ψηφιακά αποκατεστημένη εκδοχή τους.

«Ναι, αλλά δεν αντέχουμε να ζήσουμε με λιγότερα από όσο βγάζουμε σήμερα. Ήδη τα παιδιά μας δεν τρώνε αρκετά. Και φοράνε και κουρέλια, που θα μας ντρόπιαζαν, εάν δεν γινόταν το ίδιο και με τους άλλους…», λέει ο Χένρυ Φόντα ως Τομ Τζόουντ στα συγκλονιστικά Σταφύλια της οργής (The Grapes of Wrath, 1940) του Τζον Φορντ (1894-1973) που θα προβληθούν στην ψηφιακή τους αποκατάσταση από την 20th Century Fox.
Η κινηματογραφική μεταφορά του ομότιτλου μυθιστορήματος του Τζον Στάινμπεκ γυρίζεται τα χρόνια που η Αμερική αρχίζει μόλις να ανακάμπτει από το σοκ του οικονομικού κραχ. Για το λόγο αυτό άλλωστε και η 20th Century Fox αναγκάζεται να γυρίσει την ταινία με τον παραπλανητικό τίτλο Λεωφόρος 66.
Η ταινία αναφέρεται στη μετανάστευση μιας οικογένειας αγροτών από την Οκλαχόμα προς την καλιφορνέζικη γη της επαγγελίας λόγω των δυσμενών συνθηκών που έφερε η κρίση του 1930. «Οικογενειακή σπουδή», όπως συνήθιζε να χαρακτηρίζει ο Φορντ την ταινία του, αλλά και «κοινωνική σπουδή» για τις πρώτες συνέπειες του καπιταλιστικού συστήματος, όπως θα μπορούσαμε να προσθέσουμε, τα Σταφύλια της Οργής έκαναν διάσημο τον Φορντ, καθώς, στη βάση του κοινωνικού ρεαλισμού που το Χόλιγουντ δεν είχε αγγίξει μέχρι εκείνη τη στιγμή, εξιστορούσαν, χωρίς ίχνος εξωραϊσμού, μια νωπή ακόμη ανάμνηση στη συλλογική συνείδηση.

Στον αμερικάνικο Νότο, την περίοδο της Βαθειάς Ύφεσης, μας μεταφέρει επίσης, ο Αμερικανός σκηνοθέτης Ρόμπερτ Μάλιγκαν (Robert Mulligan,1925-2008) στο Σκιές και σιωπή (To Kill a Mockingbird, 1962), υποψήφιο για Όσκαρ Σκηνοθεσίας, συσχετίζοντας το θέμα της οικονομικής κρίσης με το ρατσισμό.
Στην ταινία του, που βασίζεται στο ομότιτλο μυθιστόρημα της Χάρπερ Λη, ένας δικηγόρος υπερασπίζεται έναν μαύρο άνδρα που κατηγορείται άδικα για βιασμό, ενώ παράλληλα προσπαθεί να αναθρέψει τα ορφανά από μητέρα παιδιά του σε μια περιοχή, όπου κυριαρχεί η
προκατάληψη και η μισαλλοδοξία. Όσκαρ Ερμηνείας για τον Γκρέγκορι Πεκ, Διασκευασμένου Σεναρίου για τον Χόρτον Φουτ και Καλλιτεχνικής Διεύθυνσης. Βραβείο του Εθνικού Συμβουλίου Συντήρησης Ταινιών των ΗΠΑ το 1995. Η ταινία θα προβληθεί στην ψηφιακή  αποκατάστασή της από την Universal.

Το θέμα των φυλετικών διακρίσεων θέτει και η απαγορευμένη ως το 1965 στις Η.Π.Α. ταινία, Το αλάτι της γης (Salt of the Earth, 1954) του Χέρμπερτ Μπίμπερμαν (Herbert J. Biberman) (1900-1971). Βασισμένη στην πραγματική ιστορία μίας απεργίας σε ορυχείο ψευδαργύρου στο Νέο Μεξικό, η ταινία ασχολείται με την προκατάληψη εναντίον των Μεξικανό-αμερικανών εργατών, που απεργούν διεκδικώντας την ισοτιμία των μισθών τους με εκείνους των Άγγλων εργαζομένων σε άλλα ορυχεία, καθώς και την αξιοπρεπή μεταχείριση από τα αφεντικά τους. Η ταινία, θα λέγαμε, ότι συνιστά συγχρόνως και ένα δείγμα «πρώιμου φεμινισμού», καθώς οι γυναίκες των ανθρακωρύχων διαδραματίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην απεργία, παρά τις αντιρρήσεις των συζύγων τους. Τόσο ο σκηνοθέτης, ο οποίος καταδικάστηκε σε φυλάκιση έξι μηνών για ασέβεια προς το Κονγκρέσο, όσο και οι παραγωγοί της ταινίας αποτέλεσαν μέλη της Μαύρης Λίστας. Η πρωταγωνίστρια Ροζάουρα Ρεβουέλτας βραβεύτηκε για την ερμηνεία της στο Κάρλοβι Βάρι το 1954, ενώ στο ίδιο Φεστιβάλ η ταινία τιμήθηκε με την Κρυστάλλινη Σφαίρα. Η ταινία κρίθηκε «πολιτιστικά σημαντική» από τη Βιβλιοθήκη του Κονγκρέσου, η οποία προχώρησε στην αποκατάστασή της το 1992.

Τριάντα χρόνια αργότερα, ο Ματιέ Κασοβίτς (Mathieu Kassovitz) (1967) στο Μίσος (La haine, 1995), ταινία σταθμό για τη δεκαετία του ’90, επανέρχεται στο θέμα των φυλετικών διακρίσεων.
Ο Κασοβίτς, με ιδιαίτερη κινηματογραφική ματιά (κάμερα στο χέρι), καταγράφει ένα 24ωρο από τη ζωή τριών φίλων μεταναστών στο Παρίσι που προσπαθούν να πάρουν εκδίκηση για το φίλο τους, ο οποίος έπεσε θύμα αστυνομικής βίας, ενώ περιφέρονται άσκοπα στις φτωχογειτονιές του Παρισιού με ένα κλεμμένο περίστροφο. Η ταινία εικονογραφεί το αδιέξοδο και την καθημερινή βία στο περιθώριο της γαλλικής πρωτεύουσας, όπου οι νέοι βιώνουν τον κοινωνικό αποκλεισμό, και απέσπασε το Βραβείο Καλύτερης Σκηνοθεσίας στις Κάννες.

Με την κάμερα στο χέρι καταγράφει και ο Χοσέ Παντίλα (Jose Padilha, 1967) στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο στη μυθοπλασία, το δίκτυο της διαφθοράς των αστυνομικών αρχών και της βίας στις φαβέλες του Ρίο ντε Τζανέιρο στην πολυβραβευμένη ταινία του Οι επίλεκτοι (Tropa de elite, 2007) που απέσπασε τη Χρυσή Άρκτο στο Φεστιβάλ του Βερολίνου και δώδεκα ακόμα βραβεία σε κινηματογραφικά φεστιβάλ στη Λατινική Αμερική.
Με αφορμή την επικείμενη επίσκεψη του Πάπα Ιωάννη Παύλου του Β' στο Ρίο ντε Τζανέιρο και τη διασφάλιση της διέλευσής του από τις διαβόητες φαβέλες, ο αστυνόμος Nascimento, μέλος της σκληροτράχηλης Tropa De Elite (Ειδικές Δυνάμεις), προσπαθεί να φέρει εις πέρας

το δύσκολο αυτό έργο, ερχόμενος αντιμέτωπος με την εγκληματικότητα και το εμπόριο ναρκωτικών, που, για χρόνια, με την ανοχή της ίδιας της Αστυνομίας έχουν επικρατήσει στις υποβαθμισμένες και περιθωριοποιημένες αυτές συνοικίες.

Τέλος, στην ταινία Wasted Youth (2011) των Αργύρη Παπαδημητρόπουλου (1976) και Γιαν Φόγκελ (Jan Vogel, 1973), η ιστορία ενός δεκαεξάχρονου σκειτά (καταπληκτικός στο ρόλο ο ερασιτέχνης Χάρης Μάρκου) που «σκοτώνει» το χρόνο του κι ενός σαραντάχρονου δημοσίου υπαλλήλου που συνθλίβεται στους τέσσερις τοίχους της οικογενειακής του φρίκης (Ιερώνυμος Καλετσάνος), διασταυρώνονται με απρόοπτα αποτελέσματα. Οι ιστορίες τους καταγράφονται μέσα στην ίδια αποπνικτική ατμόσφαιρα που δημιουργεί και ο αποπνικτικός αυγουστιάτικος καύσωνας, ενώ αφήνουν να διαφανούν και τα πρώτα σημάδια της κρίσης.
Ο Αργύρης Παπαδημητρόπουλος, γνωστός από το  σκηνοθετικό του ντεμπούτο Bank Bang που σημείωσε εμπορική επιτυχία και βραβεύτηκε από την Ελληνική Ακαδημία Κινφου, και ο Γιαν Φόγκελ, Γερμανός σκηνοθέτης και διευθυντής φωτογραφίας, γυρίζουν μια αυτοσχεδιαστική ταινία, που βασίζεται στη δύναμη της στιγμής, εκπροσωπώντας τη νεότερη γενιά σκηνοθετών, που προβάλλεται μέσω του Αφιερώματος.
Η ταινία άνοιξε το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Ρόττερνταμ το 2011.

 

 

Από την Τελευταία Αποστολή της Φίνος Φιλμ και του Νίκου Τσιφόρου κύλησαν 65 χρόνια. Αυτό είναι το μακρύ ταξίδι του ελληνικού κινηματογράφου στις Κάννες. Ατέλειωτο, γεμάτο εκπλήξεις, που συμβαδίζει κυρίως με το μύθο των ελληνίδων σταρ, καθώς άπλωναν τα φτερά τους για διεθνή καριέρα.

Μεγάλες εποχές τότε. Η κοσμοπολίτικη περιοχή της Νότια Γαλλίας υποδεχόταν την Ειρήνη Παππά, τη Μελίνα Μερκούρη και την Έλλη Λαπέτη, συναρπαστικές, μυθικές γυναίκες που τάραξαν κυριολεκτικά τα νερά της Κρουαζέτ.

Κάποτε…Τότε που ξεπηδούσαν και διαμάντια από τον ταλαίπωρο εμπορικό κινηματογράφο του Φίνου και των συνοδοιπόρων του, κλεισμένο ερμητικά στην ελληνική επικράτεια. Τρία κατ’ εξοχήν διαφορετικά γυναικεία αρχέτυπα με ξεχωριστή προσωπικότητα και τη δική τους ιστορία στους ρόλους που δημιούργησαν.

Πίσω από την κάμερα ο Έλληνας Τζωρτζ Κιούκορ-Μιχάλης Κακογιάννης,ο  κατ’ εξοχήν σκηνοθέτης των γυναικών. Μπορούμε να πούμε ότι στο Φεστιβάλ Καννών στα χρόνια του ’50 και του ‘60η ελληνική συμμετοχή είναι δεμένη με το Μιχάλη Κακογιάννη και τις μεγάλες ερμηνεύτριές του που απασχολούσαν την κριτική, το κοινό και τους φωτογράφους…Βεντέτες με διεθνή γοητεία, που δεν «έδεσαν» με το εμπορικό κύκλωμα της βιοτεχνίας του εγχώριου κινηματογράφου της εποχής εκείνης. Μπόρεσαν όμως να ξεχωρίσουν σε ένα φεστιβάλ προσωπικοτήτων και μεγάλων σταρ, εκεί που κυριάρχησε ο ερυθρός αριστοκράτης Λουκίνο Βισκόντι με το Γατόπαρδο, ο Μπουνιουέλ με τη Βιριδιάνα, ο Αντονιόνι με το Μπλόου απ και ο Φελλίνι έκανε τη Ντόλτσε Βίτα σήμα των Καννών. Αργότερα στα χρόνια του ’70 ξεκίνησε η περίοδος των δημιουργών στον ελληνικό κινηματογράφο. Άρχιζε η εποχή του Αγγελόπουλου, κυρίαρχη για μια εικοσαετία στο διεθνή χώρο, που εξαφάνισε τους σταρ της παραδοσιακής εποχής, μπροστά στην σκηνοθετική υπεροχή. Άρχιζε ένα μακρύ ταξίδι μέσα στη νύχτα για τους υπόλοιπους που εντάχθηκαν στο χώρο αυτό.

Το ξεκίνημα

Μάιος 1952: το φεστιβάλ βρίσκεται στον πέμπτο χρόνο και οι παπαράτσι της Κρουαζέτ ανακαλύπτουν την ελληνική ομορφιά που αναστατώνει το κοινό, ενώ ο Τύπος δε σταματάει να γράφει για την Ειρήνη Παππά, την πρωταγωνίστρια του Φίνου στη Νεκρή Πολιτεία. Για πρώτη φορά γίνεται θόρυβος για τον κινηματογράφο μας, που συναγωνίζεται σε διεθνές επίπεδο, ενώ η Αθήνα καίγεται κυριολεκτικά από τις ανταποκρίσεις σχετικά με το θρίαμβο της «Ελληνίδας Καρυάτιδος», όχι μόνο στην ταινία αλλά και την κοσμική ζωή.

Η Νεκρή Πολιτεία του Φρίξου Ηλιάδη, δραματική ιστορία βεντέτα, με  φόντο τη βυζαντινή πολιτεία του Μυστρά και με πρωταγωνιστές εκτός από την ειρήνη Παππά, το Νίκο Τζόγια, το Γιώργο Φούντα, την Ελένη Ζαφειρίου, τη Χριστίνα Καλογερίκου, ήταν η δεύτερη ταινία της Φίνος Φιλμ που έφτασε στις Κάννες. Δύο χρόνια πριν ήταν η Τελευταία Αποστολή του Τσιφόρου που παραμένει η πρώτη επίσημη συμμετοχή του φεστιβάλ. Ένα αντιστασιακό δράμα που ενσωμάτωνε παράλληλα και το μύθο των Ατρειδών, πάνω στην αντιπαράθεση μιας σύγχρονης Ηλέκτρας και της Κλυταιμνήστρας, με την προδοσία του άντρα της στους Ναζί. Κόρη η νεαρή Σμαρούλα Γιούλη, πρώτη σταρ του Φίνου και μάνα η γνωστή ηθοποιός Μιράντα Μυράτ. Η ταινία προβλήθηκε αθόρυβα, χωρίς παρουσία συντελεστών, ύστερα από το τεράστιο σκάνδαλο στην Αθήνα λόγω θέματος ( η προδοσία της μάνας)και διακόπηκε η προβολή της.

Οι Κάννες βρίσκονταν τότε υπό την κυριαρχία των βαθύπλουτων Χαν, το κέντρο του τζετ σετ της εποχής. Ο πλέι μπόυ πρίγκηπας, Αλή Χαν, μόλις είχε χωρίσει από τη Ρίτα Χείγουορθ, ενώ η μητέρα του, Μπεγκούμ Αγά Χαν, συγκέντρωνε στη βίλα της, Γιακιμούρ, με τα θρυλικά πάρτυ, την αφρόκρεμα των Καννών.
Τα φλερτ του Αλή Χαν στην Ειρήνη Παππά, οι φωτογραφίες τους σε δεξιώσεις, πυροδότησαν σχόλια που γέμιζαν καθημερινά τις αθηναϊκές εφημερίδες…Νόμιζε κανείς ότι αναμένόταν γάμος. Η Παππά έκανε πάντως το εντυπωσιακό ντεμπούτο με προδιαγραφές ξένης σταρ, γοήτευσε, συζητήθηκε, κυκλοφόρησε με χολυγουντιανές βεντέτες όπως η Υβόν Ντε Κάρλο, έφθασε στο Παρίσι σαν τιμώμενο πρόσωπο στο χορό των ¨μικρών λευκών κλινών», ένα μοναδικό κοσμικό γεγονός, φορώντας τουαλέτες του Ζαν Ντεσέ και έγινε εξώγυλλο στο Oggi. Το πιο σημαντικό όμως ήταν ότι έφυγε από το φεστιβάλ με συμβόλαιο για την Τσινετσιτά με την εταιρεία Λουξ.

Σε ένα χρόνο (1953) έφθασε στην Αθήνα και η πρώτη ξένη ταινία της η Ιρένε Πάπας δτο κοινωνικό δράμα Οι Άπιστες πλάι στη Λολομπρίτζιτα. Στο καστ η Σουηδέζα Μέι Μπριττ, η Άννα Μαρία Φερρέρο και η Μαρίνα Βλαντύ.

Η Στέλλα

1955: τρία χρόνια αργότερα. Στις Κάννες τραγουδούν Χατζιδάκι «Εφτά τραγούδια θα σου πω» και «Αγάπη που ‘γινες δίκοπο μαχαίρι», μιλούν συνέχεια  για τον Κακογιάννη και αποθεώνουν μια ηθοποιό που μαγνητίζει τα πλήθη: η Μελίνα Μερκούρη και η Στέλλα είναι ένας συνδυασμός εκρηκτικός, που δεν αφήνει τίποτα όρθιο στο δρόμο του. Μια ερωτική ιστορία που κορυφώνεται με τον ήχο των μπουζουκιών. Μια ελεύθερη γυναίκα επαναστατεί σε κάθε λογής συμβατικότητα, παίρνοντας η ίδια τη μοίρα στα χέρια της. Η τραγουδίστρια των μπουζουκιών, που τραγουδά τον έρωτα και το θάνατο και ο ποδοσφαιριστής σε μια Αθήνα σιγονταρισμένη από τον Κακογιάννη, τον Τσαρούχη, τον Χατζιδάκι, τον Τσιτσάνη.

Η κριτική επιτροπή βρίσκεται σε δίλημμα για το βραβείο ερμηνείας. Μελίνα ή η Αμερικάνα Μπέτσι Μπλερ, πρωταγωνίστρια της ταινίας Μάρτυ, του Ντέλμπερτ Μανν. Η αμερικάνική ταινία κέρδισε τελικά το μεγάλο βραβείο, τον Χρυσό Φοίνικα. Όμως βραβείο ερμηνείας δε δόθηκε. Η
Μελίνα παρ’ όλα αυτά ήταν η νικήτρια. Έφυγε από τις Κάννες με μια κούκλα-βραβείο από την Ιταλίδα ηθοποιό Ίζα Μιράντα, μέλος της κριτικής επιτροπής και στηριγμένη στο μπράτσο του Ζυλ Ντασσέν, τον άντρα της ζωής της, που γνώρισε χάρις στη Στέλλα. Θα γυρίσουν μαζί πέντε χρόνια αργότερα το Ποτέ την Κυριακή.
Όσο για τον Κακογιάννη, άρχισε να γυρίζει πλέον τις ταινίες του για τις Κάννες. Τον επόμενο χρόνο ήταν πάλι εκεί, τη φορά αυτή με τη Λαμπέτη.

Έλλη Λαμπέτη

1956: Τρίτη μαγνητική ελληνίδα ηθοποιός στις Κάννες. Οι ξένοι δε σταματούν να εγκωμιάζουν τις Ελληνίδες σταρ που καλύπτουν όλη τη γυναικεία γκάμα. «Από μια χώρα με άγνωστο κινηματογράφο γνωρίσαμε τις πιο ωραίες και συναρπαστικές γυναίκες…»

Τη φορά αυτή ακούγεται ο θρήνος της Έλλης Λαμπέτη στο Κορίτσι με τα Μαύρα. Μια σύγχρονη μαυροφορεμένη Ηλέκτρα της Ύδρας, ζει το προσωπικό της δράμα αντιμέτωπη με ένα σκληρό, αδυσώπητο κόσμο της επαρχίας. Φορτισμένη από ένα μελοδραματισμό όλη αυτή η ιστορία συναντιέται εν τούτοις με καίριες καταστάσεις αλλά και χαρακτήρες της ελληνικής υπαίθρου σε ένα νησί, που θα άλλαζε η όψη του τα επόμενα χρόνια. Ηη ταινία άρεσε ιδιαίτερα και θεωρήθηκε από τις πιο σημαντικές του φεστιβάλ σε μια χρρονιά που ο Χρυσός Φοίνικας πήγε στον Κόσμο της Σιωπής του Κουστώ. Όσο για τη Λαμπέτη θεωρήθηκε αποκάλυψη του φεστιβάλ, «βγαλμένη από τη μεγάλη παράδοση του ελληνικού θεάτρου»

Μαίος 1958: Το Τελευταίο Ψέμμα στις Κάννες, ίσως η πιο μεγάλη στιγμή του Κακογιάννη αλλά και της Έλλης Λαμπέτη, γνώριμης πλέον από το Κορίτσι με τα Μαύρα, που εδώ όμως η ομορφιά της, η λαμπερή της παρουσία και η τεράστια εσωτερική της δύναμη, γοητεύουν ιδιαίτερα τους Άγγλους κριτικούς και θα την παρομοιάσουν με νέα Γκρέτα Γκάρμπο.
«Είναι κρίμα αυτή η ποιότητα Γκάρμπο να χάνεται μέσα στον στεγνό χώρο του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου. Από την εποχή της Γκάρμπο ο φακός δεν ερωτεύτηκε τόσο μια πρωταγωνίστρια. Η κυρία Λαμπέτη έχει επιπλέον το πλεονέκτημα να είναι μια πολύ καλή ηθοποιός…»
Ο Κακογιάννης δίνει με εξαιρετικό τρόπο μια μελέτη της μεγαλοαστικής κοινωνίας στο ξεψύχισμά της και η Λαμπέτη ερμηνεύει τη Χλόη, κόρη ξεπεσμένης αθηναϊκής οικογένειας, αδύναμη και κακομαθημένη, που αγωνίζεται να σώσει τα προσχήματα για λόγους αξιοπρέπειας.

Κυριαρχεί με όλο το είναι της, στην υπηρεσία του ρόλου: πρόσωπο, έκφραση, εσωτερικότητα και μια δύναμη που εκπέμπει το σώμα της…Η εμφάνισή της με τα μαύρα μακρυά μαλλιά και το άσπρο φόρεμα του Ζαν Ντεσσέ πέρασε στην ιστορία. Ταινία γυναικών με στοιχεία τραγωδίας το Τελευταίο Ψέμμα έδωσε την ευκαιρία για σπουδαίους ρόλους στην Ελένη Ζαφειρίου (υπηρέτρια). Ο Γιώργος Παππάς ήταν ο πατέρας και ο Μιχάλης Νικολινάκος ο άντρας που συγκίνησε την Χλόη.

Ήταν η χρονιά που βραβεύτηκε το «Όταν περνούν οι Γερανοί» με την Τατιάνα Σαμοήλοβα και η Λαμπέτη ήταν ανάμεσα στις διεθνείς σταρ: τη Σοφία Λόρεν, τη θορυβώδη Τζέιν Μάνσφιλντ με τους έξαλλους θαυμαστές τη Μαρία Σελ και Κλερ Μπλούμ των Αδελφών Καραμαζώφ.
Λίγο πριν τελειώσει η δεκαετία, ένας νεαρός Έλληνας αρχίζει διεθνή καριέρα από τις Κάννες. Είναι ο Σπύρος Φωκάς που φτάνει με το Ματωμένο Ηλιοβασίλεμα του Αντρέα Λαμπρινού. Η ταινία φυσικά δεν άρεσε, άρεσε όμως ο πρωταγωνιστής που φωτογραφήθηκε σαν «ωραίος Έλληνας», βρίσκοντας σαν έπαθλο την αγκαλιά της αργόσχολης κοσμικής Λίντα Κρίστιαν, χήρας του Τάιρον Πάουερ, αλλά και ένα σπουδαίο ρόλο στο αριστούργημα του Λουκίνο Βισκόντι, Ο Ρόκο και τα’ αδέλφια του. Υποδήθηκε τον αδελφό του Αλαίν Ντελόν και γιο της Κατίνας Παξινού.

Το 1960 οι Κάννες τραγουδούν τα Παιδιά του Πειραιά, η Μελίνα στροβιλίζεται πλάι στον Ντασσέν στο μύθο της μεγάλης σταρ παίζοντας την Ίλια στο Ποτέ την Κυριακή, στα αχνάρια της Στέλλας, μοιράζεται το βραβείο ερμηνείας με τη Χαν Μορώ στο Μοντεράτε Καντάμπιλε και ξεσηκώνουν το φεστιβάλ χορεύοντας συρτάκι με το «δάσκαλο» Ζαμπέτα.
Οι ξένοι τα είχαν χάσει κυριολεκτικά από το ελληνικό ταμπεραμέντο. Το Όσκαρ όμως το έχασε η Μαλίνα από τη Λιζ Τέιλορ στο χειρότερο ρόλο της, το φρικτό μελό Ζήσαμε στην Αμαρτία. Οι αιώνιες χολυγουντιανές σκοπιμότητες.

Το1962 είναι η χρονιά της Ηλέκτρας που άφησε εποχή. Ο Κακογιάννης συναντά τον Ευρυππίδη μέσα από βαθιά κινηματογραφική γνώση, την έξοχη φωτογραφία του Γουόλτερ Λασσάλυ και τη μουσική του Θεοδωράκη.
Η Ειρήν Παππά ξαναγυρίζει δέκα χρόνια μετά την πρώτη παρουσία της στις Κάννες, συγκλονίζει κοινό και κριτική και αρχίζει νέο ξεκίνημα κοντά στον Κακογιάννη. Μαζί της η Αλέκα Κατσέλη είναι η εντυπωσιακή Κλυταιμνήστρα και ο Γιάννης Φέρτης ο Ορέστης. Η ταινία προκάλεσε θορυβο στοχεύοντας το μεγάλο βραβείο που την χρονιά εκείνη κέρδισε το Βραζιλιάνικο Τάμα του Ανσέλμο Ντουάρτε και συμμετείχαν ο Αντονιόνι με την Έκλειψη, ο Ρομπέρ Μπρεσσόν με τη Δίκη της Ζαν Ντ’ Αρκ, ο Πιέτρο Τζέρμι με το Διαζύγιο αλα Ιταλικά, ο Σίντνεϋ Λιουμέτ με το Μακρύ ταξίδι μέσα στη Νύχτα. Η Ηλέκτρα κέρδισε τρία βραβεία, ανάμεσά τους και Καλύτερης Κινηματογραφικής Μεταφοράς.

Δεν πρέπει να ξεχάσουμε ακόμη γνωστούς σκηνοθέτες, όπως το Ντίνο Δημόπουλο και το Βασίλη Γεωργιάδη που έφθασαν στις Κάννες με τις δημοφιλέστερες ελληνίδες πρωταγωνίστριες. Την Αλίκη Βουγιουκλάκη και τη Τζένη Καρέζη. Η πρώτη ήταν η Μανταλένα σε παραγωγή της Φίνος Φιλμ, μια «νεορεαλιστική» κομεντί γυρισμένη στην Αντίπαρο που η Αλίκη τραγουδά «Θάλασσα πλατεία» του Χατζιδάκι.

Η Τζένη Καρέζη έδωσε την εντυπωσιακή της παρουσία στα Κόκκινα Φανάρια, σαν ηρωίδα της Τρούμπας. Μια μεγάλη επιτυχία που είχε παράλληλη υποψηφιότητα στα ξενόγλωσσα Όσκαρ το 1963 (νικητής ήταν το 8 1/2 του Φελλίνι).

Και το μακρύ ταξίδι του ελληνικού κινηματογράφου συνεχίζεται επι της οθόνης…

 

 
More Articles...