Ημερολογιακό Αρχείο
< May 2024 >
Mon Tue Wed Thu Fri Sat Sun
    1 2 3 4 5
6 7 8 9 10 11 12
13 14 15 16 17 18 19
20 21 22 23 24 25 26
27 28 29 30 31    

Σκηνοθεσία: Larysa Kondracki, Σενάριο: Eilis Kirwan, Larysa Kondracki, Μουσική: Mychael Danna, Φωτογραφια: Kieran McGuigan, Πρωταγωνιστούν: Rachel Weisz, Monica Bellucci, Vanessa Redgrave, Διάρκεια: 112', Διανομή: Village Films

Η Κάθριν Μπόλκοβακ είναι αστυνομικός από το Λίνκολν της Νεμπράσκα, πρόσφατα χωρισμένη, έχοντας χάσει την κηδεμονία του παιδιού της. Όταν της γίνεται μια ιδιαίτερα δελεαστική προσφορά να εργαστεί για τη Διεθνή Αστυνομία των Ηνωμένων Εθνών στη μεταπολεμική
Βοσνία, τη δέχεται μετά χαράς. Απ’ τις πρώτες κιόλας υπηρεσιακές στιγμές της, αντιλαμβάνεται τις τα «σημάδια» του αιματηρού πολέμου  καθώς και τους παράτυπους χειρισμούς των αρχών.  Η παραμονή της στη Βαλκανική χώρα λαμβάνει μια άλλη τροπή, όταν αναμιγνύεται στην υπόθεση της Ράγια, μιας νεαρής κοπέλας η οποία «πωλήθηκε» σε ένα κύκλωμα πορνείας. Καθώς προχωρά την έρευνά της, ανακαλύπτει ότι πρόκειται για ένα καλοστημένο δίκτυο διακίνησης γυναικών υποστηριζόμενο από ψηλά. Δίχως να το βάλει κάτω και με ελάχιστους
συμμάχους, θα συγκρουστεί ολέθρια με τη διαφθορά και την απανθρωπιά.

Η ταινία της Λαρίσα Κοντράτσκι θίγει με σκληρότητα και δίχως ωραιοποίηση ένα πολύ ευαίσθητο ζήτημα, που μάλιστα βασίζεται σε αληθινά γεγονότα. Διεισδύοντας στα άδυτα ενός ειδεχθούς κυκλώματος, μεταφέρει με τρόπο κραυγαλέο τη βαναυσότητα, τη διαφθορά και την απανθρωπιά που επικρατεί στον κρανίου τόπο της Βοσνίας, λίγο μετά τον πόλεμο. Θα λέγαμε ότι η σκηνοθεσία δεν είναι ιδιαίτερα πιστή και ακόλουθη στο μείζον ζήτημα που εκτυλίσσεται στην οθόνη. Αντίθετα, στερείται συνοχής και ύφους, επιδιδόμενη σε περίεργες γωνίες λήψεις και κινήσεις τις κάμερες που δεν αποσκοπούν κάπου. Εντούτοις, ο οξύς προβληματισμός που παρατίθεται καθώς και το καλοφτιαγμένο σενάριο αρκούν για να δώσουν μια ταινία αρκετά ενδιαφέρουσα που δεν «ξεφουσκώνει» σε κανένα σημείο της. Αξίζει να αναφέρουμε την
εξαιρετική ερμηνεία της Ρέιτσελ Βάις, η οποία χτίζει με ευαισθησία ένα πορτρέτο αφοςίωσης, ηθικής και δικαιοσύνης, στον αντίποδα της πανταχού παρούσας διαφθοράς.

Π. Ταγκ.

 

Σκηνοθέτης: Barry Sonnenfeld, Σενάριο: Lowell Cunningham, David Koepp, Μουσική: Danny Elfman, Φωτογραφία: Bill Pope, Πρωαταγωνιστούν: Will Smith, Tommy Lee Jones, Emma Thompson, Διάρκεια: , Διανομή: Feelgood Entertainment

Στην τρίτη συνέχεια της ταινίας των Ανδρών με τα Μαύρα, ο Πράκτορας J καλείται ν επιστρέψει στο 1969 ώστε να σώσει τη ζωή του συνεταίρου του, Πράκτορα Κ, να εξολοθρέυσει τον κακό Μπόρις το "Ζώο" και παράλληλα να φέρει την εξέλιξη των γεγονότων στην κανονική τους πορεία και φυσικά να συνεχίσει τις περιπέτειές του με το συνεργάτη και φίλο του. Φυσικά τίποτα δεν είναι ανέφικτο. Το ταξίδι στο χρόνο πραγματοποιείται και το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας εξελίσσεται στα 1969 και με φόντο την ετοιμασία για εκτόξευση του Απόλλο 13.

Συνήθως τα sequel των ταινιών ακολουθούν καθοδική πορεία όσον αφορά στην πρωτοτυπία και στην καλλιτεχνική αξία μιας ταινίας. Ποσο μάλλον όταν πρόκειται για την τρίτη συνέχεια. Η συγκεκριμένη όμως περίπτωση αποτελεί τρανταχτή εξαίρεση. Σίγουρα η αρχική ταινία είχε αρκετό ενδιαφέρον και διέθετε πολλή πρωτοτυπία στο οπλοστάσιό της. Η συγκεκριμένη όμως τρίτη συνέχεια συνεχίζει φρέσκια όσο ποτέ, εντελώς πρωτότυπη και διαθέτει έξυπνο σενάριο και πλοκή που θα κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον των οπαδών των ταινιών επιστημονικής φαντασίας. Κορυφαία σκηνή της ταινίας όταν ο Πράκτορας J πέφτει από το Empire State Building προκειμένου να πραγματοποιήσει ταξίδι στο χρόνο. Τα ψηφιακά εφέ είναι εξαιρετικά, δεν περιμέναμε άλλωστε κάτι λιγότερο, η αναπράσταση του 1969 πειστικότατη με τόνους χιούμορ (αξίζει να θυμηθεί κανείς το εσωτερικό των σπιτιών καθώς οι οικογένειες είναι καθηλωμένες μπροστά από την τηλεόραση και παρακολουθούν την εκτόξευση του Απόλλο 13). Οι ερμηνείες πειστικότατες και στο πνεύμα της ταινίας, αν και μεταξύ μας θα θέλαμε να δούμε περισσότερο τον Τόμμυ Λη Τζόουνς. Η μουσική πάντα ενδιαφέρουσα, ας μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για τον Ντάννυ Έλφμαν, ένας από τους πολύ αξιόλογους συνθέτες του Χόλυγουντ, το μοντάζ πολύ σφιχτό και δεν επιτρέπει όυτε λεπτό στην ταινία να κάνει κοιλιά.

Πρόκειται για μια πραγματικά πολύ ευχάριστη ταινία η οποία σε καμία περίπτωση δε θα απογοητεύσει του οπαδούς του είδους, κρατώντας επάξια ψηλά τη σημαία των ΜΙΒ δίνοντάς της νέα φρεσκάδα.

Π. Μακ.

Ο μυστικός πράκτορας Τζέι συνειδητοποιεί ότι η ζωή του συνεργάτη του, πράκτορα Κέι καθώς και η πορεία της ανθρωπότητας  διακυβεύονται στο… παρελθόν εξ αιτίας του εξωγήινου εγκληματία Μπόρις. ΄Ετσι, αποφασίζει να κάνει ένα ταξίδι στον χρόνο, και συγκεκριμένα, στο σωτήριον έτος 1969. Την εποχή που η Αμερική ζει στον απόηχο του πολέμου του Βιετνάμ ο Τζέι συναντά τη νεότερη εκδοχή του πράκτορα Κέι προκειμένου να αποσοβήσει τη δολοφονία του και να εξολοθρεύσει το ανθρωποειδές Μπόρις. Παράλληλα, καλείται να αντιμετωπίσει το όριο των 24 ωρών μετά το οποίο θα εγκλωβιστεί ανεπιστρεπτί στο παρελθόν.

Στη δεύτερη συνέχεια του Men in Black, το δίδυμο των Γουίλ Σμιθ και Τόμι Λι Τζόουνς φαντάζει να έχει αποκτήσει μια ιδιαίτερη θέση στα δίδυμα χαρακτήρων της σύγχρονης εμπορικής κινηματογραφίας. ΄Οταν η σωτηρία της ανθρωπότητας περνά από τα χέρια του πνευματώδους Τζέι, το αποτέλεσμα δεν μπορεί παρά να έχει μια δόση σουρεαλιστική. Παρότι το ξεκαρδιστικό γέλιο αρκείται σε μερικές μόνο ατάκες, το ταξίδι στον χρόνο που συντελείται περιγράφεται ιδιαίτερα γλαφυρά και διασκεδαστικά, με χαρακτηριστική την σκηνή όπου ο Τζέι πρέπει να εκτελέσει ελεύθερη πτώση από ένα τεράστιο σε ύψος κτήριο, προκειμένου να ταξιδέψει στο χωροχρόνο. Να σημειώσουμε ότι η επιτυχία της ταινίας εδράζεται ιδιαίτερα στην επίκαιρη ανάγκη του θεατή να αποδράσει από το παρόν και να ακροβατήσει σε νοσταλγικές εποχές του παρελθόντος. Πρόκειται για μια τάση που καταγράφεται έντονα στις ταινίες της φετινής σεζόν. ΄Οπως και το καινούριο “Dark Shadows”, προσπαθεί να δώσει στον θεατή του 2012 μια σφυγμομέτρηση του κόσμου στο λυκόφως της δεκαετίας του 1960. Τελειώνοντας, στα τεχνικά της ταινίας, εντυπωσιακά είναι τα γραφικά 3d, καθώς επίσης και τα ειδικά εφέ που συνοδεύουν τις σκηνές δράσης και καταστροφής.

Π. Ταγκ.

 

Σκηνοθεσία: Tim Burton, Σενάριο: Seth Grahame-Smith, John August, Μουσική: Danny Elfman, Φωτογραφία: Bruno Delbonnel, Πρωταγωνιστούν:Johhny Depp ,Michelle Pfeiffer, Helena Bonham Carter, Eva Green,  Διάρκεια: 113’, Διανομή: Village Films

Βρισκόμαστε στα τέλη του 18ου αιώνα. Ο γόνος μιας αριστοκρατικής οικογένειας μεταναστών από την Αγγλία είναι ερωτευμένος με τη γυναίκα των ονείρων του. Για κακή του τύχη όμως κι άλλη μια κοπέλα είναι ερωτευμένη μαζί του. Αυτό που κάνει τα πράγματα τραγικά είναι ότι η «άλλη» είναι μάγισσα με  αποτέλεσμα να ασκήσει μαύρη μαγεία στο ζευγάρι διαλύοντάς το. Η κοπέλα αυτοκτονεί ενώ ο νεαρός μετατρέπεται σε βρικόλακα.   Οι χωρικοί της περιοχής το καταλαβαίνουν και τον θάβουν σε σιδερένιο φέρετρο.
Μεταφερόμαστε στις αρχές του 1970. Κατά τη διάρκεια εργασιών ανακαλύπτεται το φέρετρο με τον πρωταγωνιστή μας μέσα, ζωντανό και πεινασμένο όσο ποτέ ο οποίος είναι υποχρεωμένος να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα της εποχής, τα παντελώς άγνωστα σε αυτόν. Τα πράγματα όμως είναι πολύ πιο πολύπλοκα από όσο μοιάζουν αρχικά. Η μάγισσα που τον καταδίκασε να γίνει βρικόλακας είναι ολοζώντανη και παρούσα!

Όταν ανακοινώνεται μια νέα ταινία του Τιμ Μπάρτον, αυτό από μόνο του αποτελεί γεγονός. Αναμφίβολα είναι ο καλύτερος παραμυθάς τρόμου που διαθέτει στο οπλοστάσιό του το Χόλυγουντ. Αυτό συνέβη και με τη συγκεκριμένη ταινία. Πολυαναμενόμενη! Σίγουρα εμπεριέχει όλα τα στοιχεία για τα οποία ο Μπάρτον έχει ξεχωρίσει. Τρόμο, κωμωδία, παρωδία, απίθανες καταστάσεις και φυσικά τον Ντεπ και την Κάρτερ. Στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως τον πρόδωσε το σενάριο. Οπωσδήποτε έξυπνο και σίγουρα πετυχημένη σάτιρα αλλά δεν έχει αυτό που είχε πχ ο Σκαθαροζούμης ή τη μαγεία του Εφιάλτη των Χριστουγέννων ή ακόμη το παιχνίδισμα της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων. Στα θετικά στοιχεία η φωτογραφία η οποία υπηρετεί πιστά το σκεπτικό του Μπάρτον ή πολύ ωραία πρωτότυπη μουσική του Έλφμαν αλλά και οι απίθανες επιλογές των τραγουδιών της εποχής (τώρα αν πω ότι δεν γράφονται πια τέτοια τραγούδια θα ακουστώ κοινότυπος;). Tο μοντάζ είναι στα επίπεδα μιας επαγγελματικής χολυγουντιανής παραγωγής αλλά πουσε κάποιες στιγμές επιτρέπει να γίνει κοιλιά στην εξέλιξη.

Μια ταινία του Μπάρτον την κρίνεις σε σχέση με τις προηγούμενές του και σίγουρα περιμένεις κάτι πολύ, μα πάρα πολύ! Στην περίπτωση αυτή το αποτέλεσμα είναι κάπως απογοητευτικό. Αν μιλούσαμε για άλλο δημιουργό τα στάνταρ θα ήταν εντελώς διαφορετικά και τα ταινία θα κρινόταν διαφορετικά. Πάντως πρόκειται για μια διασκεδαστική ταινία που δε θα χάσουν οι φαν του Μπάρτον και του Ντεπ.

Π. Μακ.

 

Σκηνοθεσία: Ηλίας Δημητρίου, Σενάριο: Ηλίας Δημητρίου, Jan Fleischer, Μουσική: Χριστίνα Γεωργίου, Φωτογραφία: Γιώργος Γιαννέλης, Πρωταγωνιστούν: Μάριος Ιωάννου, Marlen Kaminsky, Anne Marie O' Sullivan, Διομήσης Κουφτερός, Διάρκεια: 102'

O Άντυ, ένας Κύπριος μετανάστης που έχει περάσει όλη του τη ζωή τηγανίζοντας Fish 'n' chips στο Λονδίνο, αποφασίζει να επιστρέψει στην πατρίδα του και να ανοίξει τη δική του επιχείρηση. Κάνει το όνειρό του πραγματικότητα αλλά πολύ σύντομα αυτό μετατρέπεται σε εφιάλτη, καθώς ο Άντυ έχει ξεχάσει κάτι πολύ βασικό: Η Κύπρος δεν είναι Λονδίνο.

Πρόκειται για την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Ηλία Δημητρίου. και πραγματικά δε θα μπορούσε το ντεμπούτο του να γίνει με καλύτερο τρόπο. Σε επίπεδο σεναρίου η ταινία ανοίγει αρκετά μέτωπα, μεταξύ άλλων το θέμα της μετανάστευσης, της προσφυγιάς μετά την εισβολή
των τουρκικών στρατευmάτων το 1974, των σχέσεων ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων αλλά και των οικογειακών αξιών. Η πλοκή ξετυλίγεται αβίαστα και χωρίς να κάνει κοιλιά, ενώ το κωμικό εναλλάσσεται με σχεδόν ιδανικό τρόπο με το πικρό. Οι ισορροπίες διατηρούνται προς όφελος της ταινίας και ο θεατής παρακολουθεί την ταινία από την αρχή μέχρι με αμείωτο το ενδιαφέρον. Οι ερμηνείες των ηθοποιών σε πολύ καλό επίπεδο και εν πάσει περιπτώσει υπηρετούν απόλυτα το σκεπτικό του σκηνοθέτη. Η μουσική είναι από τις καλύτερες που έχουμε ακούσει τα τελευταία χρόνια σε ελληνική ταινία και οποωσδήποτε περιμένουμε σύντομα να ακούσουμε και την επόμενη δουλειά της Χριστίνας Γεωργίου. Η φωτογραφία και αυτή σε υψηλά επίπεδα ενώ το μοντάζ δεν αφήνει περιθώρια να πλατιάσει σε καμία περίπτωση η ταινία.

Εν κατακλείδι η ταινία είναι πραγματικά ξεχωριστή και πιστεύουμε ότι θα πρέπει κάθε φίλος της μεγάλης οθόνης να την παρακολουθήσει.

Π. Μακ.

 

Σκηνοθεσία: Mark Neveldine, Brian Taylor, Σενάριο: Scott M. Gimple, Seth Hoffman, Μουσική: David Sardy, Φωτογραφία: Brandon Trost, Πρωταγωνιστούν: Nicholas Cage, Ciaran Hinds, Idris Elba, Διάρκεια: 95', Διανομή: Audio Visual

Ο Τζώνι Μπλέιζ, που στο παρελθόν έχει συνάψει συμφωνία με τον Σατανά, βρίσκεται απομονωμένος στην ανατολική Ευρώπη. Εκεί, θα τον συναντήσει ο Μορό, ένας αιρετικός ιερέας που θα τον πείσει ότι για να σπάσει τις κατάρες των σκοτεινών δυνάμεων που τον εξουσιάζουν θα πρέπει να εμποδίσει τον Σατανά να «κατακτήσει» το δεκάχρονο Ντάνι, τελευταία ελπίδα της ανθρωπότητας για αντίσταση ενάντια στις σκοτεινές δυνάμεις.

Στο σίκουελ που καταγράφει την συνέχεια των περιπετειών του χαρακτήρα της Μarvel, Ghost Rider, μας προβληματίζει κατ’ αρχήν η αδυναμία της ταινίας να αυτοπροσδιοριστεί. Μια περιπέτεια δράσης με έμφαση στα ειδικά εφέ, μεταφυσικό θρίλερ ή μια τάση προς το κόμικ με
χιουμοριστικά στοιχεία; Αν ο συνδυασμός των αναφερθέντων φαντάζει ετερόκλητος, δεν είναι να απορούμε για το αποτέλεσμα. Κύριο πρόβλημα που προκύπτει από τα παραπάνω είναι μια εμφανής ανομοιογένεια στην ατμόσφαιρα της ταινίας και φυσικά στις συνιστώσες αυτής: έλλειψη συνοχής στους φωτισμούς της ταινίας καθώς και στον χρωματισμό της εικόνας στο post-production. Αναφορικά με τη μουσική, hard rock κομμάτια διαδέχονται μουσική που αρμόζει σε μεταφυσικές καταστάσεις. Στα παραπάνω έρχεται να προστεθεί μια εμμονή του σκηνοθέτη να τραβά διαρκώς πλάνα χαμηλής γωνίας λήψης (κοντρ-πλονζέ ο πιο διαδεδομένος όρος) χωρίς προφανή λόγο. Επίσης, ότι η πλειοψηφία ακόμη και των κοντινών πλάνων είναι τραβηγμένα με ευρυγώνιο φακό, συμβάλλοντας σε κάδρα παραμορφωμένα, αισθητική που αρμόζει περισσότερο στον εξπρεσιονιστικό κινηματογράφο και λιγότερο σε τυπικούς χολιγουντιανούς μεταφυσικούς «προβληματισμούς». Αν, ακόμη, συμπεριλάβει, κανείς και το ότι το μοντάζ-ντεκουπάζ  είναι μάλλον θηρευτής της εντύπωσης με απανωτά, «βίαια» κοψίματα παρά συμβάλλει στο ρυθμό και την αφήγηση της ταινίας, μιλούμε για μια μετριότατη ταινία, που, χαρακτηρίζεται, εκτός των άλλων, και από την επίσης μέτρια ερμηνεία του Νίκολας Κέιτζ.

Π. Ταγκ.

 
More Articles...